5 Νοεμβρίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Θρη/ θεμ/ γενικά

ΑΝΑΠΤΥΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΙΣΜΟΥ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΚΑΟΥΤΑΜΑ

ΑΝΑΠΤΥΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΙΣΜΟΥ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΚΑΟΥΤΑΜΑ

Σ ΑΦΗΣΩΜΕΝ ήδη την διανοητικήν καί ηθικήν έξέλιξιν εις τον μεσογειακόν κόσμον καί ας στραφώμεν προς την, σχεδόν αυτόνομον καί αύτόχθονα, διανοητικήν ζωήν των Ιν­διών, ή οποία ήτο απομονωμένη από τούς γειτονικούς πολιτι­σμούς διά μεγάλων ορεινών φραγμών καί έρημων. Οι ’Ινδοί ’Άρειοι, έζούσαν εις κλίμα θερμόν, οπού ή διατροφή με βάσιν το βόειον κρέος καί τα εκ ζυμώσεως οινοπνευματώδη ποτά ήτο καταστρεπτική διά τον οργανισμόν, εις τρόπον ώστε εύρέθησαν υποχρεωμένοι νά υποβληθούν εις φυτικήν δίαιταν. Χάρις εις τήν αφθονίαν τού εδάφους μπορούσαν νά έχουν άφθονον ότι τούς ήτο άναγκαΐον. Αι κλιματολογικαί συνθήκαι ήσαν έτσι, ώστε ελάχιστων πραγμάτων είχαν ανάγκην καί επομένως το έμπόριον δέν ήτο δυνατόν νά άναπτυχθή. Ή πολιτική ζωή ήτο απλή καί ακίνδυνος. Καμμία μεγάλη καταστρεπτική δύναμις δέν εΐχεν άναφανή εις τάς ’Ινδίας, όπου ήσαν εγκατεσπαρμένοι χι­λιάδες μικρών δημοκρατιών καί ήγεμονιών, ειρηνικού μάλλον χαρακτήρος. Έζούσαν εύτυχισμένα.

Εύγενεΐς καί ραγιάδες έπεδίδοντο εις τό κυνήγι καί εις
τάς ερωτικός περιπέτειας. Έδώ και έκεϊ οι Μαχαραγιάδες, έκ­τιζαν μίαν πόλιν, έκαμναν κατοικίδιους πολλούς μαζί ελέφαντας, έφόνευαν πολλάς τίγρεις και άφηναν πίσω των μίαν παράδοσιν μεγαλοπρεπείας,

Μεταξύ τού 600 καί. 500 π.Χ., καθ’ ήν δηλαδή έποχήν ό Κροΐσος ήτο κύριος τής Λυδίας καί ό Κύρος προετοιμάζετο διά νά κατακτήση την Βαβυλώνα, έγεννήθη εις τάς Ινδίας ό θεμελιωτής τού Βουδδισμού, εις μίαν μικράν δημοκρατικήν κοι­νότητα βορείως τής Βεγγάλης. Ή χώρα εκείνη σήμερον έχει μεταβληθή εις Ζούγκλαν. Τό μικρόν αυτό κρατίδιον έκυβερνάτο από μίαν οικογένειαν, των Σάκυας, τής όποιας μέλος αποτε­λούσε καί ό Σιντχάτα Γκαουτάμα, νέος, πλούσιος, ευφυής και ωραίος, ζών άριστοκρατικώς μέχρις ηλικίας 29 ετών.

Ό Γκαουτάμα έχάρη δ,τι ήτο δυνατόν νά χαρή από τήν ζωήν. Ήτο ήδη έγγαμος από ήλικίας 19 ετών μέ μίαν ώραίαν έξαδέλφην του. Έπί πολλά έτη ό γάμος αυτός έμεινε χωρίς καρπόν.

Ό Γκαουτάμα κατά τό διάστημα αυτό έπαιζε, διασκέ­δαζε, έχαίρετο τήν ζωήν τών ήλιολούστων κήπων καί τών μα­γευτικών ποταμών τής πατρίδος του. Έζούσε μέσα εις τήν αφ­θονίαν καί τήν ωραιότητα. Ήλθε όμως μία ημέρα, πού μέσα εις τήν χαρωπήν αυτήν ζωήν έμελαγχόλησεν. Κατάλαβε τήν ύπαρξίν του έξω από τήν πραγματικότητα τής ζωής, ή οποία δέν ήτο τίποτε άλλο παρά μία ημέρα διακοπών, πού έμάκραινε πολύ.

Ή ιδέα τής ασθένειας, τού θανάτου καί τής ματαιότητος τών εγκοσμίων έκυριάρχησαν μέσα εις τήν ψυχήν τού νεαρού αριστοκράτου. Έν τώ μεταξύ απέκτησε καί ένα παιδί. Έγκατέλειψε τήν γυναίκα του καί τό παιδί του καί έφυγε μακρυά πέ­ρα τών συνόρων τής χώρας.

Διέσχισε τήν Βεγγάλην καί έφθασεν εις τά όρη τής Βίντυα, οπού έζούσαν σπηλαιοδίαιτοι σοφοί έρημΐται, οί όποιοι σπανίως κατέβαιναν εις τήν πόλιν διά νά προμηθευθούν τά ελά­χιστα τρόφιμα, τά όποια έχρειάζοντο, καί νά έπιδείξουν τάς γνώσεις των εις εκείνους, πού επιθυμούσαν νά τάς μάθουν.

Ή διδασκαλία των είχε χαρακτήρα σωκρατικών συζητή­σεων. Ό Γκαουτάμα ένέκυψεν εις τήν μεταφυσικήν.τής εποχής εκείνης. “Αλλά τό πνεύμα του δέν ήτο ίκανοποιημένον από τάς διδομένας εις κάθε ζήτημα λύσεις.

Τό ινδικόν πνεύμα ήθελε πάντοτε νά πιστεύη ότι θά έφθανε κανείς εις τήν δύναμιν καί τήν γνώσιν διά τού εσχά­του ασκητισμού, τών νηστειών, τών αγρυπνιών καί τών βασά­νων. Καί τάς ιδέας αύτάς άπεφάσισεν ό Γκαουτάμα νά θέση

είς εφαρμογήν.  Απεμακρύνθη επί πέντε έτη έκ των συντρόφων του καί των μαθητών του εις τά όρη τού Βίντυα, μέσα εις την ζούγκλαν, όπου ένήστευσε καί έβασάνισε τον εαυτόν του. Ή φήμη του διεδόθη, γρήγορα, άλλα ό Γκαουτάμα  δέν είχε τό αί­σθημα ότι στηρίζει την ζωήν του εις την βάσιν τής Αλήθειας.

Μίαν ημέραν, ενώ έβάδιζε πρασπαθών νά σκεφθή κάτι, παρά την φυσικήν του ατονίαν, παραπάτησε καί έπεσεν αναίσθη­τος επί τού εδάφους. “Όταν συνήλθεν, άντελήφθη πόσον άφηρημένη ήτο ή επιδίωξις μιας συνέσεως, περιεχούσης στοιχεία μαγείας.              

Έπέστρεψεν εις τους συντρόφους του, τούς όποιους κατέπληξεν, άπαρνούμενος τον ασκητισμόν. Είχε άντιληφθή ότι διά νά γίνη προσιτή ή αλήθεια, χρειάζεται εγκέφαλον καλώς τρεφόμενον εις σώμα υγιές. Ή άντίληψις αυτή ήτο εντελώς αντί­θετος προς τάς ιδέας τού τόπου καί τού καιρού εκείνου. Οι μαθηταί τού Γκαουτάμα τον έγκατέλειψαν καί όλοι μελαγχολικοί έπήραν τον δρόμον προς τό Μπεναρές. Ή φήμη τού διδα­σκάλου άρχισε νά αμαυρώνεται.

’Επί ώρισμένον χρόνον ό Γκαουτάμα περιεπλανήθη μό­νος, όπως ποτέ κανείς εις τήν ιστορίαν τής ανθρωπότητας, άνα ζητών τον επίπονον δρόμον τής ’Αλήθειας.

‘Όταν τό πνεύμα άντικρΰζει ένα μεγάλο καί πολύπλοκο πρόβλημα, προοδεύει, σταθεροποιεί τάς «θέσεις του>, βήμα προς βήμα, μόλις κατορθώνον νά άντιληφθή τάς συντελεσθείσας προόδους του, μέχρις ότου έξαφνα, απλώνεται ενώπιον του, ως ισχυρόν φως, ή συντελεσθεΐσα νίκη.

Αυτό συνέβη καί μέ τόν Γκαουτάμα. Έκάθησε διά νά φάγη κάτω από ένα δένδρον, εις τήν όχθην ενός ρυακίου, όταν κατάλαβε τον εαυτόν του πλημμυρισμένον άπό φώς. Τού έφάνη οτι ή ζωη ήτο τώρα εύκολον ζήτημα. Λέγεται ότι έμεινεν όλην τήν ημέραν καί όλην τήν νύκτα βυθισμένος εις τάς σκέψεις του καί έπειτα σηκώθηκε διά νά κυρήξη εις τόν κόσμον τό δραμά του.

ΑΓΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ

Αυτή είναι ή απλή ιστορία τού Γκαουτάμα. ’Αλλά ό άν­θρωπος θέλει εκπλήξεις καί θαύματα κατωτέρας ποιότητος. Δέν είναι αρκετόν δι αυτόν ότι εις τήν επιφάνειαν’τού μικρού τού­του πλανήτου έμφανίζεται ένα πνεύμα ικανόν νά σκεφθή περί τού παρελθόντος καί τού μέλλοντος, περί τών μυστηρίων τής Ιδίας του ύπάρξεως.

Καί ή ζωή τού Βούδδα περιεβλήθη μέ τέτοια θαύματα, όχι βεβαίως από τον ίδιον.

Καί οι οπαδοί τού Γκαουτάμα άσχολήθησαν από τότε περισσότερο μέ την διάτήρησιν τού δένδρου, κάτω από το όποιον άπεκαλύφθη ή ’Αλήθεια προ τού διδασκάλου, παρά μέ την διδασκαλίαν του.

‘Όταν ό Γκαουτάμα έβάδισε προς τό Μπεναρές. οπού εύρήκε τούς παλαιούς μαθητάς του καί τούς έπεισεν ότι «έν αύτω ήν τό φώς>, αυτοί τον αναγόρευσαν Βούδδαν. Έπιστεύετο ακόμη τότε εις τάς Ινδίας ότι κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα έπανέρχεται εις τήν γην ή Σοφία, άποκαλυπτομένη εις τήν αν­θρωπότητα διά στόματος ενός Εκλεκτού, όνομαζομένου Βούδ­δα , ό Γκαουτάμα Βούδδας είναι ό τελευταίος τής σειράς αυτής τών Εκλεκτών.

Έν πάση περιπτώσει. εις τούς λόγους του πουθενά δέν αύτοαποκαλείται Βούδδας.

Έσχημάτισε μέ τούς έπανευρεθέντας μαθητάς του ένα εί­δος ακαδημίας εις τό Μπεναρές, από όπου, αφού τον χειμώνα ήσκούντο, έφευγαν τό θέρος εις τήν ύπαιθρον διά νά διδάξουν τάς νέας θεωρίας, προφορικώς. Είναι πιθανόν ότι τό μεσογεια­κόν άλφάβητον, μέ τό όποιον έχουν γραφή τά περισσότερα τών ινδικών κειμένων, δέν είχεν είσαχθή ακόμη τότε εις τάς ’Ινδίας.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

ΤΟΥ ΓΚΑΟΥΤΑΜΑ ΒΟΥΔΔΑ

Ή βασική διδασκαλία τού Γκαουτάμα — όπως αυτή προ­κύπτει έκ τής μελέτης τών πηγών — είναι απλή, διαυγής καί τελείως εναρμονισμένη προς τάς σημερινάς ιδέας μας.

’Αποδίδει όλας τάς αθλιότητας τής ζωής εις τον άκράτητον εγωισμόν μας, εις τόν ατομικισμόν καί τήν μανίαν τής αρ­παγής. Μέχρις ότου ό άνθρωπος κατορθώσει νά απαλλαγή τών ατομικών του επιθυμιών, ή ζωή του δέν είναι παρά φροντίδα αδιάκοπος, καταλήγει πάντοτε εις τήν θλϊψιν. II επιθυμία έμ­φανίζεται υπό τρεις κυρίως τύπους, κακούς καί τούς τρεις  τήν
ηδονήν των αισθήσεων, την επιθυμίαν τής προσωπικής αθανα­σίας καί την επιθυμίαν του πλούτου.

Αι έπιθυμίαι αύταί πρέπει νά κυριαρχούνται — ό άνθρωπος δηλ. πρέπει νά παύση νά ζή διά τον εαυτόν του — διά νά απορεί κάνεις νά ζή έν ηρεμία. “Οταν το «Έγώ > άπομακρυνθή από την σκέψιν μας, τότε φθάνομεν εις την ύψίστην Σοφίαν, την Νιρβάναν. Διότι Νιρβάνα δέν σημαίνει, όπως πολλοί νομί­ζουν. έξάλειψιν τού συνειδητού όντος. αλλά αποβολήν τών προ­σωπικών καί αναξίων σκοπών, οί όποιοι κάμνουν άναγκαίως την ζωήν αξίαν οίκτου ή φρικώδη.

’Έχομεν έν προκειμένω πλήρη την άνάλυσιν τού προβλή­ματος τής ειρήνης τής ψυχής. Κάθε θρησκεία, άξια τού ονόμα­τος. κάθε φιλοσοφία μάς διδάσκει νά αφιερώνουμε θα εις κάτι μεγαλύτερον από τόν εαυτόν μας.

Ή λήθη τού εαυτού μας πρέπει νά εΐναι πλήρης. Από τής άπόψεως τού Γκαουτάμα. ό τρόμος τού θανάτου, ή επιθυ­μία τής διαιωνίσεως τής προσωπικής ύπάρξεως εΐναι άξιόμεμπτον όσον καί ή πολυτέλεια, ή φιλαργυρία ή το μίσος. Ή θρη­σκεία του άντιτίθεται ζωηρώς εις τάς θρησκείας, αί όποΐαι πρεσβεύουν την αθανασίαν. Καί άντιτίθεται με όλην την δύναμιν προς τόν ασκητισμόν, απλήν προσπάθειαν προς κατάκτησιν προσωπικής δόξης. διά τών προσωπικών βασάνων.

ΒΟΥΔΔΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΟΚΑ

Ευθύς έξ αρχής ή διδασκαλία τυύ Βούδδα ένοθεύθη. Μέχρις ενός σημείου τούτο ήτο μοιραΐον. Οι άνθρωποι μή κατέχοντες ακόμη την έννοιαν τής συνεχούς έξελίξεως τής ζωής καί τής συνεχούς προσπάθειας, πού προϋποθέτει αυτή, έτειναν, νά συγχύσουν τήν άρνησιν τών εαυτών τους, μέ τήν άρνησιν τής δραστήριας ζωής. 41 προσωπική πείρα τού Γκαουτάμα  εΐχεν ήδη αποδείξει τούτο : είναι εύκολώτερον νά φύγη κανείς από τον κόσμον, παρά νά φύγη από τόν εαυτόν του. Οί πρώτοι μαθηταί τού Βούδδα ήσαν διανοούμενοι καί δραστήριοι διδάσκα­λοι, αλλά οί διάδοχοί των ύπέκυψαν φυσικά εις τήν έλξιν μιας μοναστηριακής ζωής, ένδεικνυομένης πλήρως εις ένα κλίμα, όπως τών Ινδιών, όπου  ή έσχάτη άπλότης τής ζωής προσέφερε τόσας γοητείας όσα καί ώφέλη. καί όπου κάθε προσπάθεια
είναι πιο κοπιώδης  παρά είς οίανδήποτε άλλην χώραν τού κόσμου.

Φαίνεται ότι δέν υπάρχει όριον εις τά ψεύδη. τά όποια οί μαθηταί. έντιμοι αλλά ηλίθιοι, είναι έτοιμοι νά διηγηθούν προς δόξαν τού διδασκάλου των και προς επιτυχίαν τής προπα­γάνδας των. Τέτοιοι άνθρωποι, οί όποιοι θά αϊσθάνοντο εντρο­πήν νά πούν ένα ψέμμα είς την καθημερινήν ζωήν, γίνονται αναίσχυντοι ψευδολόγοι διά την ανάγκην τής προπαγάνδας.

’Έτσι ή γέννησις τού Βούδδα—δέν τον ονόμαζαν πλέον Γκαουτάμα. διότι το όνομα τούτο ήτο κοινόν—ή νεότης του. ή ζωή του γενικώς καί ό θάνατός του περιεβλήθησαν τον πέπλον τού υπερφυσικού.

Ή καταγωγή του παρεστάθη ώς θεία. Γύρω από τον Βούδδαν έδημιουργήθη ολόκληρος ‘θεολογία.

Κατά τον 3ον π.Χ. αιώνα ό βουδδισμός ήσκεϊτο πλέον όχι είς τάς μικράς άρχικάς καλύβας, αλλά είς σημαντικά μονα­στικά κτίρια. Κατά την περίοδον αυτήν αρχίζουν αί πρώται εκδηλώσεις τής βουδδικής τέχνης.

Ή θρησκεία καί ή θεωρία τού Βούδδα. μέ όλας τάς γενομένας υπό τού βραχμανισμού καί τού ελληνισμού ακόμη μεταβολάς. διεδόθησαν είς τάς ‘Ινδίας κατά τον 4ον καί 3ον π. X. αιώνα, χάρις είς τάς προσπάθειας τών οπαδών του.

Έν τώ μεταξύ είς την χώραν τού Γάγγη έβασίλευεν ό Σαντρακούπτα. ό όποιος είχε κάμει ενα επιτυχή πόλεμον εναν­τίον τού Σελεύκου 1ου (τον όποιον εΐχεν αφήσει εκεί ό Μέγας ’Αλέξανδρος). Το κράτος του άπλώνετο από τής ’Ανατολικής μέχρι τής Δυτικής θαλάσσης τών Ινδιών. 0 βασιλεύς αυτός, έλθών εις ρήξιν μέ το βραχμανικόν ίερατεΐον, έβοήθησεν ηθι­κώς καί ύλικώς τον βουδισμόν εναντίον τού κλήρου και τών καστών. Τον Σαντρακούπτα διεδέχθη ό υιός του καί τούτον ό , Άζόκα (164—2Ϊ8 π.Χ.), ένας εκ τών μεγαλυτέρων μοναρχών τής ιστορίας, τού οποίου ή κυριαρχία έφθανε από το ’Αφγανι­στάν μέχρι τό Μαδράς.

Ό Άζόκα είναι ό μόνος μονάρχης πού άναφέρει ή ιστο­ρία, ότι άπεκήρυξε τον πόλεμον έπειτα από μίαν λαμπράν νί­κην. Αυτός είχε καταλάβει την χώραν Καλίγκα (22ό π.Χ.) άνατολικώς τού Μαδράς.Ή εκστρατεία του εκείνη εΐχεν επιτύχει πλήρως, άλλ’ ό Άζόκα άηδίασεν από την φρίκην τού πολέμου. Καί—όπως μαρτυρούν αί ύπάρχουσαι έπιγραφαί—έδήλωσεν ότι δέν θά έπεδίωκε πλέον κατακτήσεις βιαίας, αλλά κατακτήσεις διά τής πίστεως. Την υπόλοιπον ζωήν του άφιέρωσεν είς τήν διάδοσιν τού βουδδισμού άνά τον κόσμον, διοικήσας μετά μεγά­λης ίκανότητος τό κράτος του. Ανώρυξεν άπειρα φρέατα εις την χώραν, ίδρυσε νοσοκομεία και δημοσίους κήπους. Έπροστάτευσε την καλλιέργειαν των φαρμακευτικών βοτάνων. Αν είχε ένα “Αριστοτέλη διά νά τον έμπνευση, θά έπεδίδετο άναμφιβόλως εις επιστημονικάς έρευνας μεγάλης κλίμακος. Ήτο ό πρώτος μονάρχης πού προσεπάθησε νά δώση εις τον λαόν του τήν έννοιαν και τον σκοπόν τής ζωής. Άπέστειλεν αποστόλους διά νά διαδόσουν τήν εύγενή διδασκαλίαν τού Βοΰδδα εις τό Κασσιμίρ, τήν Κεϋλάνην, τούς Σελευκίδας και τούς Πτολε­μαίου;. Έβασίλευσεν έπί 20 έτη. Μέσα εις τόσα ονόματα μο­ναρχών. πού έπιστέφουν τάς στήλας τής ιστορίας, μεγαλειοτάτων, χαρίτων, γαληνοτάτων, υψηλότατων, τό όνομα τού Άζόκα λάμπει μόνον, ώς άστήρ πρώτου μεγέθους. ’Από τού Βόλγα μέ­χρι τής ’Ιαπωνίας τό όνομά του τιμάται ακόμη σήμερον. Ή Κίνα, τό Θιβέτ, αί Ίνδίαι διατηρούν τήν παράδοσιν τού μεγα­λείου του.

ΔΥΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ

Ό Βουδδισμός  ειχεν ήδη φθάσει μέχρι τού ’Αφγανιστάν, τού Τουρκεστάν καί τής Κίνας. Τό 200 π.Χ. ήτο ήδη εις τήν Κίναν ευρύτατα διαδεδομένος.

Εις τήν χώραν όμως αυτήν ό βουδδισμός ήλθε εις σύγκρουσιν μέ τον ταοϊσμόν, τού όποιου ή καταγωγή είχε τάς ρί­ζας της εις τάς άρχαιοτάτας απόκρυφους καί μαγικός θρησκείας.

Τάο σημαίνει δρόμος, πού αντιστοιχεί ακριβώς είς τήν έν­νοιαν τού δρόμου τών Άρείων. Αί δύο θρησκεΐαι άνεπτύχθησαν παραλλήλως καί ύπέστησαν τάς αύτάς τροποποιήσεις μέχρι ση­μείου, ώστε σήμερον κατά τήν έξωτερικήν αυτών μορφήν δέν διακρίνονται καθόλου.

Ό βουδδισμός βρήκε εις τον δρόμον του τον κομφουκιανισμόν, ό όποιος είχε ακόμη ολιγώτερον θεολογικόν χαρακτήρα καί ήτο κυρίως κώδις τής αγωγής τού πολίτου. Τέλος ό βουδδισμός είχε νά άναμετρηθή μέ τάς διδασκαλίας τού Λάο Τσέου, φιλοσόφου, αναρχικού, έπαναστάτου, εϊρηνιστού καί ηθικολό­γου, αί οποϊαι αποτελούσαν όλιγώτερον θρησκείαν παρά ηθι­κήν. Αί θεωρίαι τού Λάου Τσέου συνεχωνεύθησαν αργότερα μέ τήν ταοϊστικήν θρησκείαν από τον Τσέν Τουάν, ιδρυτήν τού νεωτέρου ταοϊσμού.

Ό Κομφούκιος, ιδρυτής τού κομφουκιανισμού, έζησεν, όπως και ό μέγας διδάσκαλος τού Νότου, ό Λάου Τσέου καί ό Γκαουτάμα, κατά τόν 6ον π.Χ. αιώνα.

  Ή ζωή του παρουσιάζει πολλά σοβαρά κοινά χαρακτηρι­στικά μέ την ζωήν των Ελλήνων φιλοσόφων τού 5ου καί 4ου π.Χ. αίώνος, των οποίων αί τάσεις ήσαν μάλλον πολιτικαί. Κατά τον 6ον π.Χ. αιώνα, έβασίλευε, κατά τούς Σίνας ιστορι­κούς. ή δυναστεία τών Τσέου. αλλά ή έξουσία τής δυναστείας αυτής ήτο μάλλον κατ’ όνομα. Ό αύτοκράτωρ διηύθυνε τάς εκ παραδόσεως θυσίας τών υιών τού ουρανού καί διά τον λόγον τούτον ακριβώς άπελάμβανε κάποιου σεβασμού.

’Αλλά τό κράτος, επί τού οποίου έβασίλευε τυπικώς, δεν κατείχε τό έκτον τής σημερινής Κίνας. Ή Κίνα άπετελεΐτο εις τήν πραγματικότητα από πλήθος κρατών, άνταγωνιζομένων με­ταξύ των. Ό Κομφούκιος έγεννήθη εις ένα τών κρατών τού Λού, εξ αριστοκρατικής οικογένειας, αλλά πτωχής. ’Αφού υπη­ρέτησε κατ’ άρχάς εις διαφόρους επισήμους θέσεις, ίδρυσε κα­τόπιν ένα είδος ακαδημίας προς άναζήτησιν καί διάδοσιν τής σοφίας. Βλέπομεν επίσης τον Κομφούκιον περιοδεύοντα άνά τήν Κίναν προς άναζήτησιν ενός πρίγκηπος, πού θά ήθελε νά τον προσλάβη ως σύμβουλόν του, διά νά άποτελέση έτσι τό κέντρον ενός άναδημιουργουμένου κόσμου.

Ό ΙΙλάτων, δύο αιώνας αργότερα, παίζει τον ρόλον τού­τον κοντά εις τον Διονύσιον, τύραννον τών Συρακουσσών, ήδη δε έχομεν ομιλήσει διά τον ρόλον τού Άριστοτέλους καί τού Ίσοκράτους εις τήν αυλήν τού Φιλίππου τού Μακεδόνος,

Ή διδασκαλία τού Κομφουκίου εΐχεν ώς κεντρικήν Ιδέαν μίαν εύγενή ζωήν, ή οποία ένεσαρκούτο εις ένα ιδεώδες πρόσωπον : τον άριστοκρατορικόν άνθρωπον. ΙΙαρουσίασεν εις τήν εποχήν του ένα άνθρωπον άφωσιωμένον εις τό κοινόν καλόν. Ό Κομφούκιος εϊχε πολύ περισσότερον από τον Γκαουτάμα καί τόν Λάο Τσέου τήν φροντίδα τής πολιτικής.

Ό νούς του ήτο απασχολημένος μέ τούς όρους τής ζωής εις τήν Κίνα. Καί αν προσπάθησε νά δημιουργήση τον αριστο­κρατικόν άνθρωπον, αυτό τό έκαμε προς τον σκοπόν νά δημιουργήση ένα εύγενές κράτος. «Είναι αδύνατον, λέγει κάπου, νά μείνη μακρυά από τον κόσμον καί νά ζήση μέ τά πουλιά καί τά ζώα. τά όποια ούδεμίαν συγγένειαν έχουν μέ τον άνθρωπον. Μέ ποιον θά μοιράσω τήν ζωήν μου, άν όχι μέ τούς ανθρώ­πους πού υποφέρουν ; Ή αταξία, τήν όποιαν βλέπει κανείς νά κυριαρχή παντού, αυτή εκμηδενίζει τάς προσπάθειας μας. ”Αν παντού επικρατούσαν ακριβείς άρχαί εις το βασίλειον δεν θά είχα ανάγκην νά μεταβάλω την μορφήν του».

Αι πολιτικαί βάσεις τού Κομφουκίου φαίνεται ότι χαρακτηρίζουν τάς εις την Κίναν ήθικάς ιδέας.

Ό Κομφούκιος έχρημάτισεν επί ώρισμένον χρόνον διοι­κητής τής Τούγκ-Τού, πόλεως εις τό βασίλειον τού Λού, καί προσπάθησε εκεί νά ρυθμίση τήν ζωήν καί εις τάς μικροτέρας λεπτομέρειας της, νά ύποβάλη όλας τάς σχέσεις καί όλας τάς πράξεις τών ανθρώπων εις μίαν πολύπλοκον εθιμοτυπίαν. Κα­νένας λαός δέν διετήρησεν από τότε τήν ηθικήν τάξιν καί τήν κοινωνικήν σταθερότητα υπό τό πρίσμα τής «καλής συμπερι­φοράς» όσΰν ή Κίνα.

Αί μέθοδοι τού Κομφουκίου έπεβλήθησαν εις τήν Κίναν καταπληκτικάς.

Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΙΣΜΟΥ

Τό ιουδαϊκόν πνεύμα, χάρις εις τον φανατισμόν του, μπό­ρεσε νά κράτηση είς όλην των τήν καθαρότητα καί τήν γυμνό­τητα τούς ουσιώδεις χαρακτήρας τής πίστεως. Τουναντίον ή αδιαφορία τών διδασκάλων τής ’Ανατολής, ώς προς τά θρη­σκευτικά ζητήματα, τά όποια δεν έβεβαίωναν καί ούτε άρνούτο τίποτε, έξηγεϊ πώς ευθύς εξ αρχής άνεφάνησαν πολλαί θρησκευτικοί αιρέσεις, σοφαί καί πολύπλοκοι. Έκτος τών ορ­θών αντιλήψεων, επί τών όποιων ό Γκαουτάμα επανέρχεται άδιακόπως, καί αι όποϊαι έλησμονήθησαν γρήγορα, δέν υπάρ­χει θέσις ούτε εις τον βουδδισμόν, ούτε εις τον ταοϊσμόν, ούτε εις τον κομφουκιανισμόν διά τήν προσωπικήν κάθαρσιν. Τόσον, ώστε από πολύ ενωρίς καθεμιά τών θρησκειών τούτων έφορτώθη μέ τά ελαττώματα τών διεφθαρμένων θρησκειών, τάς όποιας προσπαθούσε νά άντικαταστήση : έδέχθησαν τά είδωλα, τούς ναούς καί τά θυσιαστήρια.

Τό σημερινόν Θιβέτ είναι χώρα βουδδική. Έν τούτοις, αν έπανήρχετο ό Γκαουατάμα επί τής γής, θά ήτο δυνατόν νά περιπλανάται απ’ άκρου εις άκρον τού Θιβέτ, άναζητών, ματαίως, ένα ίχνος τής διδασκαλίας του.

Θά εύρισκε καθήμενον επί τού θρόνου του ένα θεόν—βα­σιλέα, τον Δαλάϊ—Λάμα, τον «Ζώνϊα Βούδδαν ». Είς τήν Λάσσαν θά εύρισκε ένα τεράστιον ναόν, κατοικούμενον από ιερείς, μοναχούς καί λάμας—αυτός ό όποιος δέν είχε κατασκευάσει πα­ρά μόνον καλύβας καί δέν είχε καθιερώσει ίερατεΐον—καί επί τού θυσιαστηρίου ένα τεράστιον εϊδωλον από χρυσόν τό όποιον θά τον έπληροφορούσαν ότι ονομάζεται «Γκαουτάμα Βούδδας». Θά παρευρίσκετο εις τελετάς καί λειτουργίας προ τής θεότητος αυτής.

Διά μέσου όλου τούτου τού βουδδικού τοπίου, ό Γκαουτά­μα θά άνεκάλυπτε μικράς μηχανάς, μικρούς υδροκινήτους καί άνεμοκινήτους τροχούς, επί των όποιων υπάρχουν γραμμέναι μικραί προσευχαί. Κάθε φοράν πού τίθενται εις κίνησιν αι μηχαναί αύταί, λέγεται, θά τον έπληροφορούσαν, καί μία προσευχή. < ΙΙρός ποιον απευθύνεται;» θά έρωτούσε.

Έξ άλλου θά έβλεπε, σχεδόν παντού, ιστούς υψηλούς, εις τό ύψος τών όποιων έχουν άναρτηθή ώραιόταται μεταξωταί σημαΐαι μέ την εξής περίεργον επ’ αυτών επιγραφήν : «Τό κόσμη­μα εύρίσκεται εις τον λωτόν». Κάθε φοράν πού ό άνεμος κάμνει την σημαίαν νά κυματίζη, πιστεύεται ότι μία προσευχή α­πευθύνεται ύπέρ τής ευημερίας τού εύγενούς εκείνου πού έδώρησε την σημαίαν καί τής χώρας εν γένει. Συνεργεία εργατών διατρέχουν την χώραν καί χαράσσουν εις τούς βράχους την πο­λύτιμον αυτήν συνταγήν, κατ’ εντολήν ευλαβών ανθρώπων. ’Ι­δού λοιπόν τί έκαμε ό κόσμος διά τήν θρησκείαν τού Γκαου­τάμα.

Κάτω από όλα αυτά ό ορισμός τής γαλήνης τής ψυχής, τον όποιον έχάραξεν εκείνος, θά έχη έξαφανισθή.

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΒΟΥΔΔΙΣΜΟΣ

Έπί ώρισμένον χρόνον ό βουδδισμός έκέρδισε έδαφος καί εις τάς ’Ινδίας. ’Αλλά έκει ό βραχμανισμός μέ τούς διαφόρους θεούς του καί τήν απεριόριστον ποικιλίαν τών αίρέσεών του, έξηκολούθησε νά άκμάζη παραλλήλως, μέχρις ότου οι βραχμάνες, γενόμενοι πανίσχυροι, έστράφησαν κατά τής θρησκείας αυ­τής, ή οποία δέν άνεγνώριζε τήν αξίαν τών καστών, καί τήν έξε δίωξαν πλήρως εκ τών ’Ινδιών.

O βουδδισμός ασκείται ακόμη έπί μεγάλου τμήματος τού πλανήτου. Καί είναι πιθανόν ότι, έκ τής έπαφής του μέ τήν έπιστήμην τής Δύσεως, ή αρχική διδασκαλία τού Γκαουτάμα θά
παίξη ίσως κάποιον σημαίνοντα ρόλον εις την ιστορίαν τής άνθρωπότητος.

Άλλα μέ την απώλειαν των ’Ινδιών, ό βουδδισμός έπαυ­σε νά έχη έπίδρασιν επί τής ζωής οίουδήποτε άρειανού λαού.

Είναι περίεργον ότι, ένώ ή μόνη μεγάλη άρειανή θρη­σκεία λατρεύεται σήμερα άποκλειστικώς από μογγολικούς λαούς, οί Άρειοι έχουν δεχθή δύο άλλας {θρησκείας, τον χριστιανισμόν και τον μωαμεθανισμόν, αί όποϊαι είναι ούσιωδώς σημιτικαί. Άλλα ό βουδδισμός καί ο χριστιανισμός έχουν τό εξής κοινόν: Έκαλύφθησαν μέ τό ένδυμα τών δοξασιών καί τών τύπων, τό όποιον, μέσω τής Ελλάδος, έπρομηθεύθησαν από τήν χώραν τών ναών καί τού ιερατείου: τήν Αίγυπτον.

Το παραπάνω κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Παγκόσμιος ιστορία, εκδόσεις Α Πέτρου 1939-1945 μετάφραση Σ Μήτσου.  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *