19 Απριλίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Βιογραφίες

Η συγκινητική ιστορία του μεγάλου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά!

Η ιστορία του Γιαννούλη Χαλεπά 

Ένας ξεχωριστός γλύπτης αυτής της εποχής, μα και της επόμενης, είναι ο Γιαννούλης Χαλεπάς. Μα η ζωή και το έργο του καλλιτέχνη τούτου αποτελούν ένα μεγάλο πρόβλημα.

Ο διαλεχτός μας καλλιτέχνης εργάστηκε ως εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού σύγκαιρα και πλάι με τους άλλους κλασικιστές γλύπτες της εποχής από το 1861 ως το 1901, μα κατόπιν έπαθε φρενική διατάραξη και, αφού περάσανε πολλά χρόνια, άρχισε πάλι να δημιουργεί. Όμοιο φαινόμενο ξέρουμε πως παρουσιάστηκε και στον Ιταλό γλύπτη Cemido. Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο περιστατικά. Ο Cemido, αφού γίνηκε καλά από την τρέλα του, ξανάρχισε ομαλά να δημιουργεί, συνεχίζοντας την εργασία του με την αρχική του κατεύθυνση και τεχνική. Αντίθετα ο Χαλεπάς ούτε γίνηκε ποτέ εντελώς καλά κ’ έξ άλλου, κατόπιν από την τρέλα του, εδημιούργησε έργα που δεν είχαν καμμιά απολύτως σχέση και ομοιότητα με την παλιά του εργασία. Χωρίς να μελετήσει καμμιά ξένη τεχνική, χωρίς να γνωρίσει ποτέ τις πριμιτιβιστικές, τις κυβιστικές, τις μετακυβιστικές, τις φουτουριστικές και τις κοντστρουκτιβιστικές δημιουργίες, που φανήκανε στο μεταξύ διάστημα, που αυτός ήτανε τρελός, παρουσιάστηκε μ’ εργασία επαναστατική, που συγγενεύει με κείνες τις τάσεις και τις σχολές. Μοιάζει σα να είχε γεννηθεί ένας καινούργιος γλύπτης, που είχε κάμει άλλες σπουδές και που είχε άλλες επιδράσεις, άλλες τάσεις, άλλη προσωπικότητα. Οι δύο αυτές περίοδοι της γλυπτικής δημιουργίας του Χαλεπά είναι με σαφέστατο τρόπο χωρισμένες χρονικά. Η πρώτη αρχίζει από το 1876 και τελειώνει με την  τρέλα του το 1883. Η δεύτερη αρχίζει από το 1914 η λίγο πριν και τελειώνει, με το θάνατό του, δηλαδή το 1938.

Πως γίνηκε αυτός ο διχασμός της τέχνης του Χαλεπά και πως μπορεί να εξηγηθεί ψυχολογικά και αισθητικά; Αυτό είναι το πρόβλημα, που μας παρουσιάζεται.

Για να παρουσιάσουμε λοιπόν ολοκληρωμένη την εργασία του Χαλεπά, παράλληλα με της ζωής του τις περιπέτειες, κα­θώς και το δυσκολοδιάλυτο πρόβλημά του, θα περιλάβουμε σε τούτο το κεφάλαιο, μαζί με την εργασία της πρώτης του περιόδου, και την εργασία της δεύτερης, που μπαίνει όμως χρονολογικά στην εποχή από το 1901 και μπρος.

Εξετάζοντας τώρα τον καλλιτέχνη πρώτα βιογραφικά, πρέπει να σημειώσουμε πως κι ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι κι αυτός από τη σειρά των Τηνιακών γλυπτών. Γεννήθηκε στον Πύργο του Πανόρμου της Τήνου στις 14 Αυγούστου 1851. Ο πατέρας του Ιωάννης ήτανε μαρμαρογλύπτης και καταγόντανε από σόι μαρμαράδων. Μα κ’ οι δύο αδερφοί του Γιαννούλη ήτανε μαρμαρογλύπτες, ο ένας στην πατρίδα του την Τήνο κι ο άλλος στη Ρουμανία. Ωστόσο ο πατέρας τους ήθε­λε το Γιαννούλη να τον κάμει έμπορο. Γι’ αυτό αποφάσισε να τον σπουδάσει στα γράμματα κι όχι στην τέχνη. Πήγε λοιπόν ο Γιαννούλης στο Δημοτικό σχολείο στην Τήνο και κατόπι, από ηλικία 15 χρόνων, δηλαδή από το 1866 άρχισε να πηγαί­νει στο Ελληνικό σχολείο στη Σύρο. Τρία χρόνια πήγαινε στο Ελληνικό σχολείο και ακόμα άλλο ένα στην Α’ τάξη του Γυμνασίου στη Σύρο. Μα το 1870, που τελείωσε την Α’ Γυ­μνασίου, δεν ήθελε πια να προχωρήσει στα γράμματα. Ήθελε να γένει γλύπτης. Από πιο μικρός ακόμα, τα καλοκαίρια που πήγαινε στην Τήνο, καταγίνονταν να φκιάνει γλυπτικά προ­πλάσματα από πηλό κ’ έβλεπε πως μπορούσε να γένει ένας καλός καλλιτέχνης. Ο πατέρας του στην αρχή εναντιώθηκε, μα στο τέλος δέχτηκε να μη χαλάσει την επιθυμία του παιδιού του και τόστειλε στην Αθήνα να σπουδάσει γλυπτική.

Έτσι ο Γιαννούλης Χαλεπάς, σε ηλικία 19 χρόνων, το καλοκαίρι του 1870 άρχισε σπουδές στο γλυπτικό τμήμα του Πολυτεχνείου με καθηγητή το Λεωνίδα Δράση. Η κλίση του Γιαννούλη ήτανε φανερή κ’ η διάθεσή του εξαίρετη. Προόδε­ψε λοιπόν πολύ γλήγορα στο Πολυτεχνείο και πέρασε ολό­κληρη τη γλυπτική σχολή μονάχα σε τρία χρόνια, δηλαδή από το 1870 ως το 1873. Σπουδάζοντας ακόμα στο Πολυτεχνείο, εδημιούργησε το 1871 το «Κεφάλι Σατύρου», που βραβεύτηκε τότες από τη Σχολή. Είναι ένα κεφάλι, που μοιάζει με δημιούργημα της Ρωμαϊκής τέχνης κ’ έχει μια ζωηρή σαρκαστική έκφραση. Το έργο τούτο βρίσκονταν στο σπίτι του ανηψιού του γλύπτη Β. Ν. Χαλεπά. Το 1873 ο Γιαννούλης, τελειώνο­ντας το Πολυτεχνείο, βραβεύτηκε και πήρε και υποτροφία του ιδρύματος της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας της Τήνου, για να σπουδάσει γλυπτική στο Μόναχο.

Τον ίδιο χρόνο, το 1873, έφυγε για το Μόναχο και γρά­φτηκε κει στην Ακαδημία των Ωραίων Τεχνών. Σ’ αυτήν ήτανε τότε καθηγητής της γλυπτικής ο Μαξιμιλιανός Βίντνμαν (Widnmann), που είχε διδάξει μερικά χρόνια πριν και το Λ. Δράση, τον καθηγητή του Γιαννούλη. Πήρε λοιπόν ο Χα­λεπάς μαζί του από την Αθήνα και θερμά συστατικά του Δράση για τον Βίντνμαν. Κ’ έτσι εκείνος έδειξε από την αρχή μεγάλο ενδιαφέρον για τον νέον Έλληνα μαθητή του. Ο Βίντνμαν, που ήτανε φανατικός θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής και θερμός νεοκλασικιστής, θρεμμένος μ’ αυτές τις ιδέες κι από τις σπουδές του στη Ρώμη, μετέδωσε τις ιδέες του και τους ενθουσιασμούς του για τον κλασικισμό και στο Χαλεπά, που ήτανε τότε 22 χρόνων. Και γλήγορα ο νεαρός Τηνιακός γίνεται ένας γέρος νεοκλασικιστής τε­χνίτης.

Μέσα σε δυόμιση χρόνια ο Γιαννούλης πέρασε και τις 7 τάξεις της Ακαδημίας του Μονάχου και πήρε σ’ αυτή διά­φορα χρυσά και αργυρά βραβεία. Ο Βίντνμαν ήταν ενθου­σιασμένος για τον Έλληνα μαθητή του και μάλιστα κάποτε είπε μέσα στην Ακαδημία, μπροστά στους σπουδαστές: «Από τη σάλα αυτή της Ακαδημίας θα βγει μεγάλο καλό για την Ελλάδα». Κ’ εννοούσε το Χαλεπά.

Το 1876 ο Γιαννούλης είχε τελειώσει τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου και ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Μα δεν πήγε στην Τήνο. Αμέσως από τότες εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Άνοιξε ατελιέ πρώτα κοντά στην πλατεία του Συντάγματος και σε λίγους μήνες, το 1877, το μετέφερε στο πατρικό του σπίτι, στην οδό Μαυρομιχάλη άριθ. 9, και συνέ­χισε την εργασία του με δημιουργική διάθεση και πολύ παρα­γωγικά σε ποσότητα και σε ποιότητα.

Εκείνη την εποχή, όπως αναφέραμε, ζούσανε και δούλευ­αν στην Αθήνα και αρκετοί άλλοι Τηνιακοί γλύπτες. Ο Ιωάννης Κόσσος, ο πρώτος καλός γλύπτης που βγήκε από το Πολυτε­χνείο, δούλευε από το 1855. Οι τρεις αδερφοί Φυτάληδες από το 1860. Ο Λεωνίδας Δράσης, ο καθηγητής του Χαλεπά στο Πολυτεχνείο, από το 1861. Ο Γεώργιος Βιτάλης από το 1862. Κ’ οι έξι αυτοί ήτανε νεοκλασικιστές. Μα δούλευαν στην Αθήνα και οι κάπως ρεαλιστές Δημ. Φιλιππότης από το 1869 και Ιωάννης Βιτσάρης από το 1870. Από το 1873 άρχι­σε να εργάζεται κι ο νεοκλασικιστής Γεώργιος Βρούτος, ο θερμός μαθητής και θαυμαστής της σχολής του Κανόβα. Σύγ­χρονα με τους 9 αυτούς γλύπτες, δούλευε στην Αθήνα κι ο Γιαννούλης Χαλεπάς και γλήγορα πήρε, ανάμεσα σ’ αυτούς, την πιο σπουδαία θέση. Ο φιλότεχνος κόσμος της Αθήνας τον εκτιμούσε εξαιρετικά.

Εφτά χρόνια εργάστηκε τότε ο Χαλεπάς στην Αθήνα, δηλαδή από το 1876 ως το 1883, κ’ έφκιασε αρκετά έργα, που γενικά θεωρούνται ως ανώτερα από τα έργα όλων των άλλων ως τότε νεοελλήνων γλυπτών, που τους απαριθμήσαμε παραπάνω. Αυτή η εργασία είναι η παραγωγή της πρώτης του περιόδου, δηλαδή της πριν από την τρέλα του. Είναι γενικά εργασία νεοκλασική, που δίνει προσοχή και σημασία τόσο στη γαλήνη και στην αρμονία του συνόλου, όσο και στην περιτέχνηση στις λεπτομέρειες.

Το 1883 ο Χαλεπάς τρελάθηκε. Καταγίνονταν στην δημιουργία του έργου του «Ή Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της», εμπνευσμένο από την αρχαία ελληνική μυθολογία κι από τους τραγικούς ποιητές. Γίνονταν ένα δυνατό σύμπλεγμα σε υπερφυσικό μέγεθος. Ο γλύπτης εργάζονταν στο ατελιέ του και δούλευε τις τελευταίες λεπτομέρειες του έργου, όταν ξαφνικά, λίγο πριν τελειώσει τη σύνθεσή του, τούρθε η τρέ­λα. Άρπαξε ένα σκύλο και τον έσκισε ζωντανό, του άνοιξε το στήθος και την κοιλιά κ’ έλεγε πως θέλει να κάμει ανατομικές μελέτες… Εϊχε αγριέψει και τα μάτια του άστραφταν. Ο καλλιτέχνης ήτανε πιά τρελός. Τάχα η τρέλα να του ήρθε από υπερκόπωση, που τούφερε η δημιουργία του μεγάλου έργου του; Η μήπως στενοχώριες οικονομικές η άλλες τον τρέλαναν; Ξέρουμε όμως πως η οικογένειά του ήτανε ανεξάρτητη οικονομικά και πως κι ο ίδιος έβγαζε πολλά χρήματα από την τέχνη του. Κι ούτε από άλλες αφορμές φαίνεται να στενοχωριώντανε, γιατί η τέχνη του είχεν εκτιμητές και θαυ­μαστές. Μην έχασε όμως το λογικό του από καμμιά άλλη ζωηρή συγκίνηση; Η, όπως έλεγαν τότες, από το δυνατό έρωτά του σε μια συχωριανή του; Η, μήπως τα σπέρματα της τρέλας του τα χρωστούσε σε κάποια κληρονομικότητα; Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ακρίβεια την αφορμή της τρέλας του, γιατί δεν έχει εξακριβωθεί. Ωστόσο το πιο πιστευτό είναι πως ήρθε από μεγάλη υπερκόπωση.

Μόλις μάθανε την τρέλα του Χαλεπά οι συγγενείς του, φρόντισαν να τον μεταφέρουν από την Αθήνα στη Σύρα και να τον βάλουν σε μια εκεί ιδιωτική κλινική, γιατί ακόμα δεν είχε συσταθεί το Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο της Αθήνας. Στην κλινική αυτή της Σύρας ο άτυχος γλύπτης είχε κάθε πε­ριποίηση, μα η μανία του εξακολουθούσε μερικές ώρες κάθε μέρα, κ’ η σύγχυση των παραστάσεων ήταν σχεδόν αδιάκοπη. Εκεί μέσα όμως ιδιαίτερα στενοχωρούσε το Χαλεπά η έλλει­ψη του τσιγάρου, γιατί ήτανε μανιώδης καπνιστής. Κ’ είναι ιστορικό το γράμμα, που έστειλε τότες ο Γιαννούλης στους συγγενείς του στην Τήνο. Πήρε ένα επιστολόχαρτο και γέμι­σε και τις τέσσερεις σελίδες του γράφοντας εκατοντάδες φο­ρές τη λέξη «καπνό»! Και στο τέλος υπόγραψε: Γιαννούλης. Τίποτ’ άλλο.

Έμεινε λοιπόν αρκετό καιρό ο Χαλεπάς στην κλινική της Σύρας, χωρίς να καλυτερέψει η κατάστασή του. Τότες οι συγγενείς του αποφάσισαν και τον έστειλαν στο φρενοκομείο της Κέρκυρας. Στο θεραπευτήριο εκείνο έμεινε ο καλλιτέ­χνης 14 ολόκληρα χρόνια. Στην αρχή είχε μανία και η διατα­ραχή του νου του ήτανε πολύ σοβαρή. Αργότερα κάπως ησύχασε και η όλη του κατάσταση πήγε στο καλλίτερο. Μα εντελώς καλά ο Χαλεπάς δεν έγινε ούτε τότες, που βγήκε από το φρενοκομείο, ούτε ποτές αργότερα. Στο φρενοκομείο της Κέρκυρας έμεινε από τις 11 Ιουλίου 1888 ως τις 6 Ιου­λίου 1902, σύμφωνα με τα βιβλία του ιδρύματος.

Βγαίνοντας ο Χαλεπας από το φρενοκομείο της Κέρκυρας, δεν ξαναγύρισε στην Αθήνα, γιατί δεν φαίνονταν πως μπο­ρούσε πια να εργαστεί στην τέχνη του. Ούτε ο ίδιος το πί­στευε πως θα ξαναεργάζονταν, ούτε κ’ οι συγγενείς του. Πήγε λοιπόν στο χωριό του, στον Πύργο της Τήνου, και ζούσε ΄εκεί ήσυχος και άγνωστος. Όλοι τον πίστευαν χαμένο πια για την τέχνη και θαυμάζανε μονάχα τα έργα του της πρώτης περιόδου, όσα δημιούργησε ως το 1883. Μερικοί ψιθύριζαν μάλιστα με απογοήτευσή: «Τί κρίμα!» Κανένας δεν ήξερε, έξω από το χωριό του, σε ποια κατάσταση βρίσκεται ο Χαλεπάς, ούτε τι κάνει…

Το Γενάρη όμως του 1914, που πήγε ο γλύπτης Αντώνης Σώχος στην πατρίδα του Τήνο, ανέβηκε και στον Πύργο και βρήκαν εκεί το Χαλεπά. Ο καλλιτέχνης ήταν 63 χρονών και γερασμένος πιά, μα δεν φαινόντανε καθόλου τρελός. Είχε μονάχα μια αφηρημάδα. Δούλευε ήσυχα στο χωριό του. Ήτανε νεροκουβαλητής και βοσκός και στις ώρες της ανάπαυης του εργάζονταν και ως γλύπτης για τον εαυτό του. Έφκιανε πήλινα προπλάσματα και κατόπι τα σπούσε μόνος του η τ’ άφινε και ξεραίνονταν και σπάζανε. Όλη η φροντίδα του ήτανε να τα φκιάσει και όχι να τα διατηρήσει. Ο Σώχος, σα γύρισε τότες στην Αθήνα, έκαμε την αποκάλυψη στους κύ­κλους των καλλιτεχνών και των διανοουμένων πως, ο Χα­λεπάς είναι καλλίτερα κ’ εργάζεται ως γλύπτης. Η πληροφο­ρία έκαμε μεγάλη εντύπωση. Και μάλιστα τότες, κατόπιν από δική μου προτροπή, ο Σώχος έγραψε για την αποκάλυψή του ένα σχετικό άρθρο, που το δημοσίευσα στο φύλλο της 2 του Φλεβάρη του 1914 του δισεβδομαδιαίου περιοδικού «Ελλάς» του Σπάρου Ποταμιάνου, όπου ήμουν αρχισυντάκτης. Μαζί με το άρθρο αυτό, δημοσιεύτηκε και μια φωτογραφία του Χα­λεπά, που την έβγαλε ο ίδιος ο γλύπτης Σώχος στον Πύργο της Τήνου. Στο άρθρο εκείνο ο Σώχος γράφει:

«Βιαστικός, σκυφτός, με το σακάκι του ριγμένο στον ώμο, γυρίζει μέσα στους μαρμαροστρωμένους δρόμους του μικρού χωριού του, σαν κάτι να γυρεύει — ο νους του μες σε λαγκάδια σκοτεινά και σε αβύσους περιπατεί. Έχει στιγμές που του έρχεται το λογικό, μα οι στιγμές αυτές δεν ζουν περισ­σότερο από της αστραπής τη λάμψη! — Στέκεται στο καφενείο, χαράζει δυό-τρεις γραμμές απάνω στου τραπεζιού το μάρμα­ρο, για να φύγει έπειτα πιο λυπημένος, γιατί το βλέπει κι’ αυτός πως οι γραμμές πούσυρε, δεν μοιάζουν με τις παλιές του κονδυλιές. Ημέρες πολλές κλεισμένος μέσα στο κά­τασπρο και ποιητικό σπιτάκι του πλάθει-πλάθει μελαγχολικά τον κόκκινο πηλό του, για να ειδή ο διαβάτης που περνά έπει­τα σε λίγο, σκορπισμένο σ’ άμέτρητα ξερά κομμάτια, μέσα στα όμορφα λουλούδια της αυλής του, το άψυχο αυτό της γης ζυμάρι και αυτόν τον δυστυχισμένο με μία μεγάλη στάμνα στον ώμο να κουβαλάει νερό στις γειτονιές από τη μαρμαρένια βρύση του χωριού του. Μόνο η μεγάλη καρδιά του καλλι­τέχνη, η γεμάτη από αισθήματα ευγενικά του έχει μείνει άθι­κτη, — γιατί όταν η άμοιρη και πονεμένη μάνα του θελήσει να πουλήσει κανένα από τα λίγα πρόβατα που βόσκει ο «Μπάρμπα-Γιαννούλης» (μ’ αυτό το όνομα είναι στο χωριό γνωστός), του το κρύβουν, δεν του το λένε, του λένε πως χά­θηκε. Και τότε-τότε αρχίζει η μεγάλη τραγωδία, γυρίζει, τρέχει από δω κι’ άπεκεί μέσ’ στις βοσκές του Πανόρμου, φωνάζει, κλαίει, για τον καλό του σύντροφο, για το προβατάκι που έχασε και μόνο ο αντίλαλος του μοιρολογιού ακούγεται μακριά μες από τις βαθιές χαράδρες, και άπ’ τα χορταριασμέ­να βράχια του ωραίου του νησιού…». Στο τέλος του άρθρου ο γλύπτης Σώχος ρίχνει την ιδέα να βάλουν το Χαλεπά σ’ ένα θεραπευτήριο, μήπως και γένει εντελώς καλά.

Είναι λοιπόν βέβαιο πως πριν από το 1914 ο Χαλεπάς εργάζονταν ως γλύπτης στο χωριό του, ενώ ήταν σύγκαιρα βοσκός και νεροκουβαλητής κ’ ενώ το μυαλό του ήταν βυθισμένο σε μια κατάσταση μισότρελη, σ’ ένα πυκνό πούσι… Είναι ανακρίβεια αυτό πούχε γραφτεί πως τάχα η συγκίνηση για το θάνατο της μάνας του τον έκαμε ν’ αρχίσει πάλι να εργάζεται ως γλύπτης για να ζήσει τάχα τ’ άπροστάτευτα ανηψάκια του, αφού είναι φανερό πως εργάζονταν ως γλύπτης στον Πύργο και όταν ζούσε ακόμα η μάνα του. Φαίνεται πως, μένοντας απομονωμένος στον Πύργο από το 1902, εύρηκε σιγά-σιγά τη διάθεση να ξαναπιάσει τον πηλό και να ξαναδουλέψει στη γλυπτική. Είχε τότες το μυαλό του ώρες φωτει­νές κι ώρες διανοητικού σκοταδιού. Μανία δεν είχε πιά, όπως στην αρχή της τρέλας του, μα μονάχα συγχυσμένες παραστάσεις και αφαιρημάδα. Μα και ως το θάνατό του ποτέ το μυαλό του δεν εξεκαθάρισεν εντελώς και δεν εφωτίστηκεν ολάκερο. Από τότες που τρελάθηκε ως τα τελευταία του είχε σύγχυση παραστάσεων και δυσκολεύονταν να εκφράσει κα­θαρές ιδέες. Εργάστηκε ωστόσο αργότερα, καθώς θα ιδούμε, πιο συστηματικά, γιατί είχε στοργική περιποίηση από τους συγγενείς του στην Αθήνα. Δούλευε λοιπόν στη γλυ­πτική κι όταν ζούσε η μάνα του. Μπορεί όμως, κατόπι από το θάνατό της, να δούλευε πιο πολύ και πιο δραστήρια, για να ξεχάσει τη λύπη του. Μα τα έργα του εκείνα η του έσπαζαν η τα σπούσε ο ίδιος. Δεν τάχυνε στο γύψο και πήγαιναν χαμένα.

Το 1924 ο Χαλεπάς έδειξε διάθεση να κατεβεί από τον Πύργο και ν’ αποχτήσει ατελιέ στη χώρα της Τήνου, όπου και να δουλέψει συστηματικά. Αυτό το έμαθε ο γλύπτης Αντώνης Σώχος και με τη φροντίδα και με τη βοήθειά του ανοίχτηκε το ατελιέ αυτό κι ο Χαλεπάς άρχισε να εργάζεται εκεί. Ο θαυμα­στής του έμπορος Μήμης Μουτσόπουλος του έδωκε τότε ένα ταχτικό μηνιάτικο χρηματικό επίδομα, μα και ο τραπεζίτης Μαρίνος τον βοηθούσε οικονομικά. Έτσι ο Χαλεπάς δούλευε ήσυχα. Μα αυτό δεν εβάσταξε πολύ. Ξαφνικά, σε λίγο καιρό, θυμήθηκε ο Γιαννούλης μια μέρα το χωριό του, έκλεισε το ατελιέ και ξαναγύρισε στον Πύργο.

Τις αρχές του 1925 ο γλύπτης και καθηγητής τότε της γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Θωμάς Θωμόπουλος πήγε στην Τήνο, με σχετική εντολή κ’ έξοδα της σχολής, επίτηδες για να περισώσει και να μελετήσει τα έργα του Χαλεπά. Ο Θωμόπουλος θαύμασε την εργασία της νέας αυτής περιόδου του Χαλεπά κ’ ενέργησε να χυθούν όσα έργα υπύρχαν, για να γλυτώσουν από την καταστροφή. Εφρόντισε να πάει από την Αθήνα στην Τήνο ειδικός τεχνίτης της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που έχυσε τα έργα του Χαλεπά σε γύψο. Έπειτα ο Θωμόπουλος γύρισε στην Αθήνα, φέρνο­ντας μαζί του και τα έργα κείνα του Χαλεπά. Και, μόλις έφτα­σε, άρχισε να βεβαιώνει πως «τα νέα έργα του Χαλεπά ειν’ ανώτερα από τα παλιά του» και πως ο γλύπτης έπειτ’ από την τρέλα του παρουσιάζει «ισχυρότατη προσωπικότητα και απλοποίηση». Στην Αθήνα ο Θωμόπουλος διοργάνωσε έκ­θεση των νέων αυτών έργων του Χαλεπά στη Σιναία ’Ακαδη­μία κ’ έκαμεν εκεί και σχετική διάλεξη την 31 του Μάρτη του 1925. Σ’ αυτή ανακήρυξε τα έργα της δεύτερης περιόδου του Χαλεπά ως αληθινά αριστουργήματα μιας τέχνης εξπρεσιονιστικής, εξαιρετικά μοντέρνας και εκφραστικής. Άλλοι καλλι­τέχνες συμφωνούσαν με τη γνώμη του Θωμόπουλου κι άλλοι δεν συμφωνούσαν καθόλου. Μα από την εποχήν αυτή άρχισε ένα νέο κύμα από μεγάλο ενδιαφέρον των καλλιτεχνών μας και του φιλότεχνου κοινού για το Χαλεπά και για την εργασία του της νέας περιόδου. Τα έργα του αυτά έκαναν κα­τάπληξη στον κόσμο. Ωστόσο κανένας δεν αγόραζε άπ’ αυτά. Η περιέργεια όμως του φιλότεχνου κόσμου είχε γιγα­ντωθεί κ’ οι συζητήσεις πολλαπλασιάζονταν.

Το 1927 η νεοσύστατη τότε Ακαδημία έδωσε στον Χα­λεπά το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Από τότε ο Χα­λεπάς φαίνεται πως έδωσε μεγαλύτερη σημασία στη νέα του καλλιτεχνική παραγωγή κι άρχισε να εργάζεται πιο συστημα­τικά, μαθαίνοντας πως η νέα του εργασία κινεί το ενδιαφέρον και την εχτίμηση του κόσμου και των επισήμων. Μα σύγκαιρα η περιέργεια του κοινού εφούντωσε τόσο, που άρχισε πια να ενοχλεί και το Χαλεπά στη μοναξιά του. Το 1926, το 1927 και το 1928 πολλοί εκδρομείς, φιλότεχνοι, καλλιτέχνες η και μο­νάχα περίεργοι πήγαιναν στην Τήνο κ’ έκαναν 8 ωρών μουλαρόδρομο για ν’ ανέβουν στον Πύργο του Πανόρμου και να ιδούν τον Χαλεπά και τα έργα του και να μιλήσουν μαζί του. Εννοείται πως ο Χαλεπάς εδούλευε και τότε στον πηλό αδιάκοπα, μα χωρίς σύστημα. Άρχιζε πολλά πήλινα προπλά­σματα μαζί, άλλα τ’ άφινε στη  μέση, άλλα τα τελείωνε, άλλα τ’ άφινε και σπάζανε κι άλλα τάσπαζε ο ίδιος. Εσχεδίαζε τότε και απλά σκίτσα με μολύβι σ’ ό,τι παλιόχαρτο έβρισκε. Αυτό το έμαθε τότε ένας έμπορος ζωγραφικών έργων της Αθή­νας. Πήγε το 1928 στον Πύργο της Τήνου κ’ έδωσε άφθονα χαρτιά στο Χαλεπά και τον έβαλε μέσα σ’ ένα καφενείο να του σχεδιάσει πολλά τέτοια σκίτσα, που κατόπιν τα πήρε και τάφερε στην Αθήνα και τα εμπορεύτηκε, αφού τα ρεκλαμάρι­σε γι’ αριστουργήματα.

Τις 15 του Οκτώβρη του1930 οι εδώ συγγενείς του Χα­λεπά τον έφεραν στην Αθήνα και τον εγκατέστησαν σ’ ένα υγρό και στενό υπόγειο του σπιτιού τους στην οδό Δαφνομήλη άρ. 21 (στους πρόποδες του Λυκαβηττού), για να του χρη­σιμεύει γι’ ατελιέ. Εκεί ο γερο-Γιαννούλης -ήταν τότε 79 χρόνων— ξανάρχισε να εργάζεται. Τούδωσαν μπόλικο πηλό κ’ έτσι έφκιανε μαζί 5 η 6 η 7 έργα! Εδούλευε χωρίς μοντέλα κι όλα τάφκιανε με το μνημονικό του. Όλη σχεδόν την ημέ­ρα έπλαθε προπλάσματα… Τα περισσότερα από τα έργα, που έφκιανε ο Χαλεπάς σ’ αυτό το ατελιέ, φρόντιζαν οι συγγε­νείς του να χυθούν στο γύψο και να διατηρηθούν. Και μάλιστα εφρόντιζαν ακόμα οι συγγενείς του να παίρνει και μερι­κές παραγγελίες για επιτάφια μνημεία. Τα έργα αυτά τάφκιανε στο μάρμαρο άλλος γλύπτης, αφού κάπως τα τροποποιούσε…

Κατά το τέλος του 1934, για να τιμηθεί ο Χαλεπάς και για να γιορταστούν τα 80 χρόνια του, —ήταν τότε 83 χρόνων— γίνηκε στο κατάστημα του Συλλόγου «Παρνασσού» μια γιορτή, που τη διοργάνωσε η «Λαογραφική και Ιστορική Εταιρεία του Κυκλαδικού πολιτισμού και τέχνης». Σ’ αυτή τιμήθηκε μα­ζί κι ο συνομήλικος του καλλιτέχνη ποιητής ’Αριστομένης Προβελέγγιος.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χαλεπάς τα πέρασε ήσυχα στο σπίτι της οδού Δαφνομήλη, μέσα σε στοργικό περιβάλλον. Οι δυο ανηψιές του τον επεριποιούντο ιδιαίτερα. Μα το μυαλό του καλλιτέχνη δεν ξεκαθάρισε ποτέ. Ο γέρο- Γιαννούλης ζούσε αδιάφορος για τα γύρω του, μισοαφαιρεμένος, σα να τάχε χαμένα, «έξω του κόσμου τούτου», μη μπο­ρώντας, όχι μονάχα να κάμει μια σκέψη οικονομική η πρακτι­κή, μα ακόμα μη μπορώντας να στρώσει μια συνεχή κουβέντα. Και το γέλιο του ήτανε γιομάτο μυστήριο: ένα γέλιο τρελού.

Σ’ αυτό το σπίτι πέθανε ο Χαλεπάς τις 15 του Σεπτέμβρη του 1938, σε ηλικία 87 χρόνων.

Με τη σύντομη αυτή εξιστόρηση της ζωής του, φαίνονται οι περιπέτειες κ’ οι μεταβολές της ύπαρξής του. Και γίνεται φανερό καθαρά πως, η ζωή και το έργο του Χαλεπά χωρίζεται σε δυο περιόδους: την πρώτη, που φτάνει ως το 1883, που τρελάθηκε, και τη δεύτερη από τότε, η καλλίτερα από το 1914, ως το θάνατό του.

Το παραπάνω κείμενο και η φωτογραφία παρακάτω προέρχεται από το βιβλίο που πωλείται στο Μουσείο Τηνίων καλλιτεχνών του χωριού Πύργος της Τήνο. 

 Φώτου Γιοφύλλη 4 Τηνιακοί Καλλιτέχνες Δ.Ζ. Φιλιππότης – Γ. Χαλεπάς – Ν. Γυζης – Ν. Λύτρας.

Η φωτογραφία που υποστηρίζει την δημοσίευση στην αρχή, είναι από το Ίδρυμα Τηνιακού πολιτισμού στην χώρα της Τήνου, με έργα του Γιανούλη Χαλεπά. 

 

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

IBANK Eurobank δωρεών στο ipy.gr GR7802606840000530104411908

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *