Η συγκινητική ιστορία του μεγάλου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά!
Ένας ξεχωριστός γλύπτης αυτής της έποχής, μά καί τής έπόμενης, είναι ό Γιαννούλης Χαλεπάς. Μά ή ζωή καί τό έργο τού καλλιτέχνη τούτου αποτελούν ένα μεγάλο πρόβλημα. Ό διαλεχτός μας καλλιτέχνης έργάσηκεν ώς εκπρόσωπος τού νεοκλασσικισμοΰ σύγκαιρα καί πλάϊ μέ τούς άλλους κλασσικιστές γλύπτες τής έποχής άπό τό 1861 ώς τό 1901, μά κατόπι έπαθε φρενική διατάραξη καί, άφοΰ περάσανε πολλά χρόνια, άρχισε πάλι νά δημιουργεί. Όμοιο φαινόμενο ξέρουμε πώς παρουσιάστηκε καί στόν ’Ιταλό γλύπτη Cemido. ‘Υπάρχει όμως μιά βασική διαφορά άνάμεσα σ’ αύτά τά δυό περιστατικά. Ό Cemido, άφού γίνηκε καλά άπό τήν τρέλλα του, ξανάρχισεν ομαλά νά δημιουργεί, συνεχίζοντας τήν έργασία του μέ τήν άρχική του κατεύθυνση καί τεχνική. Αντίθετα ό Χαλεπάς ούτε γίνηκε ποτέ εντελώς καλά κ’ έξ άλλου, κατόπιν άπό τήν τρέλλα του, έδημιούργησεν έργα πού δέν είχαν καμμιά άπολύτως σχέση καί ομοιότητα μέ τήν παλιά του έργασία. Χωρίς νά μελετήσει καμμιά ξένη τεχνική, χωρίς νά γνωρίσει ποτέ τίς πριμιτιβιστικές, τίς κυβιστικές, τίς μετακυβιστικές, τίς φουτουριστικές καί τίς κοντστρουκτιβιστικές δημιουργίες, πού φανήκανε στό μεταξύ διάστημα, πού αύτός ητανε τρελλός, παρουσιάστηκε μ’ έργασία έπαναστατική, πού συγγενεύει μέ κείνες τίς τάσεις καί τίς σχολές. Μοιάζει σά νά είχε γεννηθεί ένας καινούργιος γλύπτης, πού είχε κάμει άλλες σπουδές καί πού εϊχεν άλλες έπιδράσεις, άλλες τάσεις, άλλη προσωπικότητα. Οί δύο αύτές περίοδοι τής γλυπτικής δημιουργίας τού Χαλεπά είναι μέ σαφέστατο τρόπο χωρισμένες χΡονικά. Ή πρώτη άρχίζει άπό τό 1876 καί τελειώνει μέ τήν τρέλλα του τό 1883. Ή δεύτερη άρχίζει άπό τό 1914 η λίγο
πριν καί τελειώνει, μέ τό θάνατό του, δηλαδή τό 1938.
Πώς γίνηκεν αύτός ό διχασμός τής τέχνης τοΰ Χαλεπά καί πώς μπορεί νά έξηγηθεΐ ψυχολογικά καί αισθητικά; Αύτό είναι τό πρόβλημα, πού μάς παρουσιάζεται.
Γιά νά παρουσιάσουμε λοιπόν ολοκληρωμένη τήν έργασία τοΰ Χαλεπά, παράλληλα μέ τής ζωής του τίς περιπέτειες, καθώς καί τό δυσκολοδιάλυτο πρόβλημά του, θά περιλάβουμε σέ τούτο τό κεφάλαιο, μαζί μέ τήν έργασία τής πρώτης του περιόδου, καί τήν έργασία τής δεύτερης, πού μπαίνει όμως χρονολογικά στήν έποχή άπό τό 1901 καί μπρος.
Εξετάζοντας τώρα τόν καλλιτέχνη πρώτα βιογραφικά, πρέπει νά σημειώσουμε πώς κι ό Γιαννούλης Χαλεπάς είναι κι αύτός άπό τή σειρά των Τηνιακών γλυπτών. Γεννήθηκε στόν Πύργο τοΰ Πανόρμου τής Τήνου στίς 14 Αύγούστου 1851. Ό πατέρας του Ιωάννης ήτανε μαρμαρογλύπτης καί καταγόντανε άπό σόϊ μαρμαράδων. Μά κ’ οί δυό άδερφοί τού Γιαννούλη ήτανε μαρμαρογλύπτες, ό ένας στήν πατρίδα του τήν Τήνο κι ό άλλος στή Ρουμανία. ‘Ωστόσο ό πατέρας τους ήθελε τό Γιαννούλη νά τόν κάμει έμπορο. Γι’ αύτό άποφάσισε νά τόν σπουδάσει στά γράμματα κι όχι στήν τέχνη. Πήγε λοιπόν ό Γιαννούλης στό Δημοτικό σχολείο στήν Τήνο καί κατόπι, άπό ηλικία 15 χρόνων, δηλαδή άπό τό 1866 άρχισε νά πηγαίνει στό ‘Ελληνικό σχολείο στή Σύρο. Τρία χρόνια πήγαινε στό Ελληνικό σχολείο καί άκόμα άλλο ένα στήν Α’ τάξη τοΰ Γυμνασίου στή Σύρο. Μά τό 1870, πού τελείωσε τήν Α’ Γυμνασίου, δέν ήθελε πιά νά προχωρήσει στά γράμματα. “Ηθελε νά γένει γλύπτης. Άπό πιό μικρός άκόμα, τά καλοκαίρια πού πήγαινε στήν Τήνο, καταγίνονταν νά φκιάνει γλυπτικά προπλάσματα άπό πηλό κ’ έβλεπε πώς μπορούσε νά γένει ένας καλός καλλιτέχνης. ‘Ο πατέρας του στήν άρχή έναντιώθηκε, μά στό τέλος δέχτηκε νά μή χαλάσει τήν έπιθυμία τοΰ παιδιού του καί τόστειλε στήν ’Αθήνα νά σπουδάσει γλυπτική.
Έτσι ό Γιαννούλης Χαλεπάς, σέ ηλικία 19 χρόνων, τό καλοκαίρι τού 1870 άρχισε σπουδές στό γλυπτικό τμήμα τού Πολυτεχνείου μέ καθηγητή τό Λεωνίδα Δράση. ‘Η κλίση τού Γιαννούλη ήτανε φανερή κ’ ή διάθεσή του έξαίρετη. Προόδε
ψε λοιπόν πολύ γλήγορα στό Πολυτεχνείο καί πέρασε ολόκληρη τή γλυπτική σχολή μονάχα σε τρία χρόνια, δηλαδή άπό τό 1870 ώς τό 1873. Σπουδάζοντας άκόμα στό Πολυτεχνείο, έδημιούργησε τό 1871 τό «Κεφάλι Σατύρου», πού βραβεύτηκε τότες άπό τή Σχολή. Εΐν’ ένα κεφάλι, πού μοιάζει μέ δημιούργημα τής Ρωμαϊκής τέχνης κ’ έχει μιά ζωηρή σαρκαστική έκφραση. Τό έργο τούτο βρίσκονταν στό σπίτι τού άνηψιοΰ τού γλύπτη Β. Ν. Χαλεπά. Τό 1873 ό Γιαννούλης, τελειώνοντας τό Πολυτεχνείο, έβραβεύτηκε καί πήρε καί ύποτροφία τού ιδρύματος τής έκκλησίας τής Εύαγγελίστριας τής Τήνου, γιά νά σπουδάσει γλυπτική στό Μόναχο.
Τόν ίδιο χρόνο, τό 1873, έφυγε γιά τό Μόναχο καί γράφτηκε κεΐ στήν ’Ακαδημία των ‘Ωραίων Τεχνών. Σ’ αύτήν ήτανε τότε καθηγητής τής γλυπτικής ό Μαξιμιλιανός Βίντνμαν (Widnmann), πού είχε διδάξει μερικά χρόνια πρίν καί τό Λ. Δράση, τόν καθηγητή τού Γιαννούλη. Πήρε λοιπόν ό Χαλεπάς μαζί του άπό τήν ’Αθήνα καί θερμά συστατικά τού Δράση γιά τόν Βίντνμαν. Κ’ έτσι έκεϊνος έδειξεν άπό τήν άρχή μεγάλο ένδιαφέρον γιά τόν νέον Έλληνα μαθητή του. Ό Βίντνμαν, πού ήτανε φανατικός θαυμαστής τής άρχαίας έλληνικής γλυπτικής καί θερμός νεοκλασσικιστής, θρεμμένος μ’ αύτές τίς ιδέες κι άπό τίς σπουδές του στή Ρώμη, μετέδωσε τίς ιδέες του καί τούς ενθουσιασμούς του γιά τόν κλασσικισμό καί στό Χαλεπά, πού ήτανε τότε 22 χρόνων. Καί γλήγορα ό νεαρός Τηνιακός γίνεται ένας γέρος νεοκλασσικιστής τεχνίτης. Μέσα σέ δυόμιση χρόνια ό Γιαννούλης πέρασε καί τίς 7 τάξεις τής ’Ακαδημίας τοΰ Μονάχου καί πήρε σ’ αύτή διάφορα χρυσά καί άργυρά βραβεία. ‘Ο Βίντνμαν ήταν ενθουσιασμένος γιά τόν Έλληνα μαθητή του καί μάλιστα κάποτε είπε μέσα στήν ’Ακαδημία, μπροστά στούς σπουδαστές: «Άπό τή σάλα αύτή τής ’Ακαδημίας θά βγει μεγάλο καλό γιά τήν Ελλάδα». Κ’ εννοούσε τό Χαλεπά.
Τό 1876 ό Γιαννούλης είχε τελειώσει τίς σπουδές του στήν Ακαδημία τοΰ Μονάχου καί ξαναγύρισε στήν Ελλάδα. Μά δέν έπήγε στήν Τήνο. ’Αμέσως άπό τότες έγκαταστάθηκε στήν ’Αθήνα. Άνοιξε άτελιέ πρώτα κοντά στήν πλατεία τού Συντάγματος καί σέ λίγους μήνες, τό 1877, τό μετέφερε στό πατρικό του σπίτι, στην όδό Μαυρομιχάλη άριθ. 9, καί συνέχισε τήν έργασία του μέ δημιουργική διάθεση καί πολύ παραγωγικά σέ ποσότητα καί σέ ποιότητα.
’Εκείνη τήν έποχή, όπως άναφέραμε, ζούσανε καί δούλευαν στήν ’Αθήνα καί άρκετοί άλλοι γλύπτες μας. Ό ’Ιωάννης Κόσσος, ό πρώτος καλός γλύπτης πού βγήκε άπό τό Πολυτεχνείο, έδούλευε άπό τό 1855. Οί τρεις άδερφοί Φυτάληδες άπό τό 1860. Ό Λεωνίδας Δράσης, ό καθηγητής τού Χαλεπά στό Πολυτεχνείο, άπό τό 1861. ‘Ο Γεώργιος Βιτάλης άπό τό 1862. Κ’ οί έξι αύτοί ήτανε νεοκλασσικιστές. Μά δούλευαν στήν ’Αθήνα καί οί κάπως ρεαλιστές Δημ. Φιλιππότης άπό τό 1869 καί ’Ιωάννης Βιτσάρης άπό τό 1870. ’Από τό 1873 άρχισε νά έργάζεται κι ό νεοκλασσικιστής Γεώργιος Βρούτος, ό θερμός μαθητής καί θαυμαστής τής σχολής τού Κανόβα. Σύγχρονα μέ τούς 9 αύτούς γλύπτες, δούλευε στήν ’Αθήνα κι ό Γιαννούλης Χαλεπάς καί γλήγορα πήρε, άνάμεσα σ’ αύτούς, τήν πιό σπουδαία θέση. ‘Ο φιλότεχνος κόσμος τής ’Αθήνας τόν έκτιμοΰσεν εξαιρετικά.
Εφτά χρόνια έργάστηκε τότε ό Χαλεπάς στήν ’Αθήνα, δηλαδή άπό τό 1876 ως τό 1883, κ’ έφκιασεν άρκετά έργα, πού γενικά θεωρούνται ώς άνώτερα άπό τά έργα όλων τών άλλων ώς τότε νεοελλήνων γλυπτών, πού τούς άπαριθμήσαμε παραπάνω. Αύτή ή έργασία είναι ή παραγωγή τής πρώτης του περιόδου, δηλαδή τής πρίν άπό τήν τρέλλα του. Είναι γενικά έργασία νεοκλασσική, πού δίνει προσοχή καί σημασία τόσο στή γαλήνη καί στήν άρμονία τού συνόλου, όσο καί στήν περιτέχνηση στίς λεπτομέρειες.
Τό 1883 ό Χαλεπάς τρελλάθηκε. Καταγίνονταν στήν δημιουργία τού έργου του «Ή Μήδεια πού σκοτώνει τά παιδιά της», έμπνευσμένο άπό τήν άρχαία ελληνική μυθολογία κι άπό τούς τραγικούς ποιητές. Γίνονταν ένα δυνατό σύμπλεγμα σέ ύπερφυσικό μέγεθος. Ό γλύπτης έργάζονταν στό άτελιέ του καί δούλευε τίς τελευταίες λεπτομέρειες τού έργου, όταν ξαφνικά, λίγο πρίν τελειώσει τή σύνθεσή του, τούρθε ή τρέλλα! Άρπαξεν ένα σκύλο καί τόν έσκισε ζωντανό, τού άνοιξε τό στήθος καί τήν κοιλιά κ’ έλεγε πώς θέλει νά κάμει άνατομικές μελέτες… Εϊχεν άγριέψει καί τά μάτια του άστραφταν! Ό καλλιτέχνης ήτανε πιά τρελλός! Τάχα ή τρέλλα νά τού ήρθε άπό ύπερκόπωση, πού τοΰφερεν ή δημιουργία τού μεγάλου έργου του; Ή μήπως στενοχώριες οικονομικές ή άλλες τόν τρέλλαναν; Ξέρουμε όμως πώς ή οϊκογένειά του ήτανε άνεξάρτητη οικονομικά καί πώς κι ό ίδιος έβγαζε πολλά χρήματα άπό τήν τέχνη του. Κι ούτε άπό άλλες άφορμές φαίνεται νά στενοχωριώντανε, γιατί ή τέχνη του εϊχεν έκτιμητές καί θαυμαστές. Μήν έχασεν όμως τό λογικό του άπό καμμιάν άλλη ζωηρή συγκίνηση; Ή, όπως έλεγαν τότες, άπό τό δυνατό έρωτά του σέ μιά συχωριανή του; Ή, μήπως τά σπέρματα τής τρέλλας του τά χρωστούσε σέ κάποια κληρονομικότητα; Δέν μπορούμε νά ξέρουμε μέ άκρίβεια τήν άφορμή τής τρέλλας του, γιατί δέν έχει έξακριβωθεϊ. ‘Ωστόσο τό πιό πιστευτό είναι πώς ήρθεν άπό μεγάλην ύπερκόπωση.
Μόλις μάθανε τήν τρέλλα τού Χαλεπά οί συγγενείς του, έφρόντισαν νά τόν μεταφέρουν άπό τήν ’Αθήνα στή Σύρα καί νά τόν βάλουν σέ μιά έκεΐ ιδιωτική κλινική, γιατί άκόμα δέν είχε συσταθεΐ τό Δρομοκαϊτειο θεραπευτήριο τής Αθήνας. Στην κλινική αύτή τής Σύρας ό άτυχος γλύπτης είχε κάθε περιποίηση, μά ή μανία του έξακολουθοϋσε μερικές ώρες κάθε μέρα, κ’ ή σύγχυση τών παραστάσεων ήταν σχεδόν άδιάκοπη. ’ Εκεΐ μέσα όμως ιδιαίτερα στενοχωρούσε τό Χαλεπά ή έλλειψη τού τσιγάρου, γιατί ήτανε μανιώδης καπνιστής. Κ’ είναι ιστορικό τό γράμμα, πού έστειλε τότες ό Γιαννούλης στούς συγγενείς του στήν Τήνο. Πήρε ένα επιστολόχαρτο καί γέμισε καί τίς τέσσαρες σελίδες του γράφοντας έκατοντάδες φορές τή λέξη «καπνό»! Καί στό τέλος ύπόγραψε: Γιαννούλης. Τίποτ’ άλλο.
Έμεινε λοιπόν άρκετόν καιρό ό Χαλεπάς στήν κλινική τής Σύρας, χωρίς νά καλλιτερέψει ή κατάστασή του. Τότες οί συγγενείς του άποφάσισαν καί τόν έστειλαν στό φρενοκομείο της Κέρκυρας. Στό θεραπευτήριο εκείνο έμεινεν ό καλλιτέχνης 14 ολόκληρα χρόνια. Στήν άρχή είχε μανία καί ή διαταραχή τού νοΰ του ήτανε πολύ σοβαρή. ’Αργότερα κάπως ήσύχάσε καί ή όλη του κατάσταση πήγε στο καλλίτερο. Μά εντελώς καλά ό Χαλεπάς δεν έγινεν ούτε τότες, πού βγήκε άπό τό φρενοκομείο, ούτε ποτές άργότερα. Στό φρενοκομείο τής Κέρκυρας έμεινεν άπό τίς 11 ’Ιουλίου 1888 ώς τίς 6 Ιουλίου 1902, σύμφωνα μέ τά βιβλία τού ιδρύματος.
Βγαίνοντας ό Χαλεπας άπό τό φρενοκομείο τής Κέρκυρας, δέν ξαναγύρισε στην ’Αθήνα, γιατί δέν φαίνονταν πώς μπορούσε πιά νά έργαστεϊ στην τέχνη του. Ούτε ό ίδιος τό πίστευε πώς θά ξαναεργάζονταν, ούτε κ’ οί συγγενείς του. Πήγε λοιπόν στό χωριό του, στόν Πύργο τής Τήνου, καί ζοϋσε κεϊ ήσυχος καί άγνωστος. Όλοι τόν έπίστευαν χαμένον πιά γιά τήν τέχνη καί θαυμάζανε μονάχα τά έργα του τής πρώτης περιόδου, όσα έδημιούργησε ώς τό 1883. Μερικοί έψιθύριζαν μάλιστα μέ άπογοήτεψη: «Τί κρίμα!» Κανένας δέν ήξαιρε, έξω άπό τό χωριό του, σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται ό Χαλεπάς, ούτε τί κάνει…
Τό Γενάρη όμως τοΰ 1914, πού πήγεν ό γλύπτης Άντώνης Σώχος στήν πατρίδα του Τήνο, άνέβηκε καί στόν Πύργο καί βρήκαν έκεϊ τό Χαλεπά. Ό καλλιτέχνης ητανε 63 χρονών καί γερασμένος πιά, μά δέν φαινόντανε καθόλου τρελλός. Είχε μονάχα μιάν άφαιρεμάδα. Έδούλευεν ήσυχα στό χωριό του. “Ητανε νεροκουβαλητής καί βοσκός καί στίς ώρες τής άνάπαψής του έργάζονταν καί ώς γλύπτης γιά τόν έαυτό του. Έφκιανε πήλινα προπλάσματα καί κατόπι τασπαζε μόνος του ή τ’ άφινε καί ξεραίνονταν καί σπάζανε. Όλη ή φροντίδα του ήτανε νά τά φκιάσει καί όχι νά τά διατηρήσει. Ό Σώχος, σά γύρισε τότες στήν ’Αθήνα, έκαμε τήν άποκάλυψη στούς κύκλους τών καλλιτεχνών καί τών διανοουμένων πώς, ό Χαλεπάς είναι καλλίτερα κ’ εργάζεται ώς γλύπτης. Ή πληροφορία έκαμε μεγάλην έντύπωση. Καί μάλιστα τότες, κατόπιν άπό δική μου προτροπή, ό Σώχος έγραψε γιά τήν άποκάλυψή του ένα σχετικό άρθρο, πού τό δημοσίεψα στό φύλλο τής 2 τού Φλεβάρη τού 1914 τοΰ δισεβδομαδιαίου περιοδικού «Ελλάς» τού Σπάρου Ποταμιάνου, δπου ήμουν άρχισυντάκτης. Μαζί μέ τό άρθρο αύτό, δημοσιεύτηκε καί μιά φωτογραφία τού Χαλεπά, πού τήν έβγαλεν ό ίδιος ό γλύπτης Σώχος στόν Πύργο τής Τήνου. Στό άρθρο έκεϊνο ό Σώχος γράφει:
«Βιαστικός, σκυφτός, μέ τό σακκάκι του ριγμένο στόν ώμο, γυρίζει μέσα στοάς μαρμαροστρωμένους δρόμους τού μικρού χωριού του, σάν κάτι νά γυρεύη — ό νούς του μές σέ λαγκάδια σκοτεινά καί σέ άβύσους περπατεΐ. Έχει στιγμές πού τουρχεται τό λογικό, μά οί στιγμές αύτές δέν ζούν περισσότερο άπό τής άστραπής τή λάμψη! — Στέκεται στό καφενείο, χαράζει δυό-τρεΐς γραμμές άπάνω στού τραπεζιού τό μάρμαρο, γιά νά φύγει έπειτα πιό λυπημένος, γιατί τό βλέπει κι’ αύτός πώς οί γραμμές ποΰσυρε, δέν μοιάζουν μέ τίς παληές του κονδυλιές. ‘Ημέρες πολλές κλεισμένος μέσα στό κάτασπρο καί ποιητικό σπιτάκι του πλάθει-πλάθει μελαγχολικά τόν κόκκινο πηλό του, γιά νά ίδή ό διαβάτης πού περνά έπειτα σέ λίγο, σκορπισμένο σ’ άμέτρητα ξερά κομμάτια, μέσα στά όμορφα λουλούδια τής αύλής του, τό άψυχο αύτό τής γής ζυμάρι καί αύτόν τόν δυστυχισμένο μέ μία μεγάλη στάμνα στόν ώμο νά κουβαλάη νερό στίς γειτονιές άπό τή μαρμαρένια βρύση τού χωριού του. Μόνο ή μεγάλη καρδιά τού καλλιτέχνη, ή γεμάτη άπό αισθήματα εύγενικά τού έχει μείνει άθικτη, — γιατί όταν ή άμοιρη καί πονεμένη μάννα του θελήσει νά πουλήσει κανένα άπό τά λίγα πρόβατα πού βόσκει ό «Μπάρμπα-Γιαννούλης» (μ’ αύτό τό όνομα είναι στό χωριό γνωστός), τού τό κρύβουν, δέν τού τό λενε, τού λένε πώς χάθηκε. Καί τότε-τότε άρχίζει ή μεγάλη τραγωδία, γυρίζει, τρέχει άπό δώ κι’ άπεκεΐ μέσ’ στίς βοσκές τού Πανόρμου, φωνάζει, κλαίει, γιά τόν καλό του σύντροφο, γιά τό προβατάκι πού έχασε καί μόνο ό άντίλαλος τού μοιρολογιού άκούεται μακρυά… μές άπό τίς βαθειές χαράδρες, καί άπ’ τά χορταριασμένα βράχια τού ώραίου του νησιού…». Στό τέλος τού άρθρου ό γλύπτης Σώχος ρίχνει τήν ιδέα νά βάλουν τό Χαλεπά σ’ ένα θεραπευτήριο, μήπως καί γένει έντελώς καλά.
Είναι λοιπόν βέβαιο πώς πρίν άπό τό 1914 ό Χαλεπάς εργάζονταν ώς γλύπτης στό χωριό του, ένώ ήταν σύγκαιρα βοσκός καί νεροκουβαλητής κ’ ένω τό μυαλό του ήταν βυθισμένο σέ μιά κατάσταση μισότρελλη, σ’ ένα πυκνό πούσι… Είναι άνακρίβεια αύτό πούχε γραφτεί πώς τάχα ή συγκίνηση γιά τό θάνατο τής μάνας του τόν έκαμε ν’ άρχίσει πάλι νά εργάζεται ώς γλύπτης γιά νά ζήσει τάχα τ’ άπροστάτευτα άνηψάκια του, άφοΰ είναι φανερό πώς έργάζονταν ώς γλύπτης στόν Πύργο καί όταν ζοΰσε άκόμα ή μάνα του. Φαίνεται πώς, μένοντας άπομονωμένος στόν Πύργο άπό τό 1902, εϋρηκε σιγά-σιγά τή διάθεση νά ξαναπιάσει τόν πηλό καί νά ξαναδουλέψει στή γλυπτική. Είχε τότες τό μυαλό του ώρες φωτεινές κι ώρες διανοητικού σκοταδιού. Μανία δέν είχε πιά, όπως στην αρχή τής τρέλλας του, μά μονάχα συγχυσμένες παραστάσεις καί άφαιρημάδα. Μά καί ώς τό θάνατό του ποτέ τό μυαλό του δέν έξεκαθάρισεν εντελώς καί δέν έφωτίστηκεν άλάκερο. Άπό τότες πού τρελλάθηκε ώς τά τελευταία του είχε σύγχυση παραστάσεων καί δυσκολεύονταν νά έκφράσει καθαρές ιδέες. Έργάστηκεν ώστόσο αργότερα, καθώς θά ίδούμε, πιό συστηματικά, γιατί είχε στοργική περιποίηση άπό τούς συγγενείς του στήν ’Αθήνα. Δούλευε λοιπόν στή γλυπτική κι όταν ζούσεν ή μάνα του. Μπορεί όμως, κατόπι άπό τό θάνατό της, νά δούλευε πιό πολύ καί πιό δραστήρια, γιά νά ξεχάσει τή λύπη του. Μά τά έργα του εκείνα ή τουσπαζαν ή τασπαζεν ό ίδιος. Δέν τάχυνε στό γύψο καί πήγαιναν χαμένα.
Τό 1924 ό Χαλεπάς έδειξε διάθεση νά κατεβεΐ άπό τόν Πύργο καί ν’ άποχτήσει άτελιέ στή χώρα τής Τήνου, όπου καί νά δουλέψει συστηματικά. Αύτό τδμαθε ό γλύπτης Άντώνης Σώχος καί μέ τή φροντίδα καί μέ τή βοήθειά του άνοίχτηκε τό άτελιέ αύτό κι ό Χαλεπάς άρχισε νά έργάζεται έκεΐ. Ό θαυμαστής του έμπορος Μήμης Μουτσόπουλος τού έδωκε τότες ένα ταχτικό μηνιάτικο χρηματικό έπίδομα, μά καί ό τραπεζίτης Μαρίνος τόν βοηθούσεν οικονομικά. Έτσι ό Χαλεπάς δούλευεν ήσυχα. Μά αύτό δέν έβάσταξε πολύ. Ξαφνικά, σέ λίγο καιρό, θυμήθηκε ό Γιαννούλης μιά μέρα τό χωριό του, έκλεισε τό άτελιέ καί ξαναγύρισε στόν Πύργο.
Τίς άρχές τού 1925 ό γλύπτης καί καθηγητής τότες τής γλυπτικής στήν Άνωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Θωμάς Θωμόπουλος πήγε στήν Τήνο, μέ σχετική εντολή κ’ έξοδα τής σχολής, επίτηδες γιά νά περισώσει καί νά μελετήσει τά έργα τού Χαλεπά. Ό Θωμόπουλος έθαύμασε τήν έργασία τής νέας αύτής περιόδου τού Χαλεπά κ’ ένέργησε νά χυθούν όσα έργα ύπάρχαν, γιά νά γλυτώσουν άπό τήν καταστροφή. Έφρόντισε νά πάει άπό τήν ’Αθήνα στήν Τήνο ειδικός τεχνίτης τής αρχαιολογικής ύπηρεσίας, πού έχυσε τά έργα τού Χαλεπά σε γύψο. Έπειτα ό Θωμόπουλος γύρισε στήν ’Αθήνα, φέρνοντας μαζί του καί τά έργα κείνα τού Χαλεπά. Καί, μόλις έφτασε, άρχισε νά βεβαιώνει πώς «τά νέα έργα τού Χαλεπά ειν’ άνώτερα άπό τά παλιά του» καί πώς ό γλύπτης έπειτ’ άπό τήν τρέλλα του παρουσιάζει «ισχυρότατη προσωπικότητα καί άπλοποίηση». Στήν ’Αθήνα ό Θωμόπουλος διωργάνωσε έκθεση τών νέων αύτών έργων τού Χαλεπά στή Σιναία ’Ακαδημία κ’ έκαμεν έκεΐ καί σχετική διάλεξη τήν 31 τού Μάρτη τού 1925. Σ’ αύτή άνεκήρυξε τά έργα τής δεύτερης περιόδου τού Χαλεπά ώς άληθινά άριστουργήματα μιας τέχνης έξπρεσιονιστικής, έξαιρετικά μοντέρνας καί έκφραστικής. Άλλοι καλλιτέχνες συμφωνούσαν μέ τή γνώμη τού Θωμόπουλου κι άλλοι δέν συμφωνούσαν καθόλου. Μά άπό τήν έποχήν αύτή άρχισεν ένα νέο κύμα άπό μεγάλο ένδιαφέρον τών καλλιτεχνών μας καί τού φιλότεχνου κοινού γιά τό Χαλεπά καί γιά τήν εργασία του τής νέας περιόδου. Τά έργα του αύτά έκαναν κατάπληξη στόν κόσμο. ’Ωστόσο κανένας δέν άγόραζεν άπ’ αύτά. Ή περιέργεια όμως τού φιλότεχνου κόσμου είχε γιγαντωθεί κ’ οί συζητήσεις πολλαπλασιάζονταν.
Τό 1927 ή νεοσύστατη τότες ’Ακαδημία έδωσε στόν Χαλεπά τό Άριστεϊον Γραμμάτων καί Τεχνών. Άπό τότες ό Χαλεπάς φαίνεται πώς έδωσε μεγαλύτερη σημασία στή νέα του καλλιτεχνική παραγωγή κι άρχισε νά εργάζεται πιό συστηματικά, μαθαίνοντας πώς ή νέα του εργασία κινεί τό ένδιαφέρον καί τήν έχτίμηση τοΰ κόσμου καί τών επισήμων. Μά σύγκαιρα π περιέργεια τού κοινού έφούντωσε τόσο, πού άρχισε πιά νά ενοχλεί καί τό Χαλεπά στή μοναξιά του. Τό 1926, τό 1927 και το 1928 πολλοί εκδρομείς, φιλότεχνοι, καλλιτέχνες ή καί μονάχα περίεργοι πήγαιναν στήν Τήνο κ’ έκαναν 8 ώρών μουλαρόδρομο γιά ν’ άνέβουν στόν Πύργο τού Πανόρμου καί νά ιδούν τόν Χαλεπά καί τά έργα του καί νά μιλήσουν μαζί του. Εννοείται πώς ό Χαλεπάς έδούλευε καί τότες στόν πηλό άδιάκοπα, μά χωρίς σύστημα. Άρχιζε πολλά πήλινα προπλάσματα μαζί, άλλα τ’ άφινε στή μέση, άλλα τά τελείωνε, άλλα τ’ άφινε καί σπάζανε κι άλλα τάσπαζεν ό ϊδιος. Έσχεδίαζε τότες καί άπλά σκίτσα μέ μολύβι σ’ ό,τι παλιόχαρτο έβρισκε. Αύτό τό έμαθε τότες ένας έμπορος ζωγραφικών έργων τής ’Αθήνας. Πήγε τό 1928 στόν Πύργο τής Τήνου κ’ έδωσεν άφθονα χαρτιά στό Χαλεπά καί τόν έβαλε μέσα σ’ ένα καφενείο νά τοΰ σχεδιάσει πολλά τέτοια σκίτσα, πού κατόπιν τά πήρε καί τάφερε στήν ’Αθήνα καί τά εμπορεύτηκε, αφού τά ρεκλαμάρισε γι’ αριστουργήματα.
Τίς 15 τοΰ Όχτώβρη τοΰ 1930 οί έδώ συγγενείς τοΰ Χαλεπά τόν έφεραν στήν ’Αθήνα καί τόν έγκατέστησαν σ’ ένα ύγρό καί στενό ύπόγειο τού σπιτιού τους στήν όδό Δαφνομήλη άρ. 21 (στούς πρόποδες τοΰ Λυκαβηττού), γιά νά τοΰ χρησιμεύει γι’ άτελιέ. ’Εκεί ό γερο-Γιαννούλης -ήταν τότες 79 χρόνων— ξανάρχισε νά έργάζεται. Τουδωσαν μπόλικο πηλό κ’ έτσι έφκιανε μαζί 5 ή 6 ή 7 έργα! Έδούλευε χωρίς μοντέλλα κι όλα τάφκιανε μέ τό μνημονικό του. Όλη σχεδόν τήν ημέρα έπλαθε προπλάσματα… Τά περισσότερα άπό τά έργα, πού έφκιανεν ό Χαλεπάς σ’ αύτό τό άτελιέ, φρόντιζαν οί συγγενείς του νά χυθοΰν στό γύψο καί νά διατηρηθούν. Καί μάλιστα έφρόντιζαν άκόμα οί συγγενείς του νά παίρνει καί μερικές παραγγελίες γιά επιτάφια μνημεία. Τά έργα αύτά τάφκιανε στό μάρμαρο άλλος γλύπτης, αφού κάπως τά τροποποιούσε…
Κατά τό τέλος τού 1934, γιά νά τιμηθεί ό Χαλεπάς καί γιά νά γιορταστούν τά 80 χρόνια του, —ήταν τότε 83 χρόνων— γίνηκε στό κατάστημα τού Συλλόγου «Παρνασσού» μιά γιορτή, πού τή διωργάνωσε ή «Λαογραφική καί ‘Ιστορική Εταιρεία τού Κυκλαδικού πολιτισμού καί τέχνης». Σ’ αύτή τιμήθηκε μαζί κι ό συνομήλικος τού καλλιτέχνη ποιητής ’Αριστομένης Προβελέγγιος.
Τά τελευταία χρόνια τής ζωής του ό Χαλεπάς τά πέρασε ήσυχα στό σπίτι τής οδού Δαφνομήλη, μέσα σέ στοργικό περιβάλλον. Οί δυό άνηψιές του τόν έπεριποιούντο ιδιαίτερα Μά τό μυαλό τού καλλιτέχνη δέν ξεκαθάρισε ποτέ. Ό γέρο- Γιαννούλης ζούσεν άδιάφορος γιά τά γύρω του, μισοαφαιρεμένος, σά νά τάχε χαμένα, «έξω τοΰ κόσμου τούτου», μή μπορώντας, όχι μονάχα νά κάμει μιά σκέψη οικονομική ή πρακτική, μά άκόμα μή μπορόντας νά στρώσει μιά συνεχή κουβέντα. Καί τό γέλιο του ήτανε γιομάτο μυστήριο: ένα γέλιο τρελλοΰ.
Σ’ αύτό τό σπίτι πέθανε ό Χαλεπάς τίς 15 τοΰ Σεπτέμβρη του 1938, σέ ηλικία 87 χρόνων.
Μέ τή σύντομη αύτή έξιστόρηση τής ζωής του, φαίνονται οί περιπέτειες κ’ οί μεταβολές τής ύπαρξής του. Καί γίνεται φανερό καθαρά πώς, ή ζωή καί τό έργο τοΰ Χαλεπά χωρίζεται σέ δυό περιόδους: τήν πρώτη, πού φτάνει ως τό 1883, πού τρελλάθηκε, καί τή δεύτερη άπό τότε, ή καλλίτερα άπό τό 1914, ως τό θάνατό του.
Το παραπάνω κείμενο και η φωτογραφία παρακάτω προέρχεται από το βιβλίο που πωλείται στο Μουσείο Τηνίων καλλιτεχνών του χωριού Πύργος της Τήνο.
Φώτου Γιοφύλλη 4 Τηνιακοί Καλλιτέχνες Δ.Ζ. Φιλιππότης – Γ. Χαλεπάς – Ν. Γυζης – Ν. Λύτρας.
Η φωτογραφία που υποστηρίζει την δημοσίευση στην αρχή, είναι από το Ίδρυμα Τηνιακού πολιτισμού στην χώρα της Τήνου, με έργα του Γιανούλη Χαλεπά.